Γράφει ο Νίκος Καρούσος: Πολιτικός Μηχανικός
«Τι είναι, άραγε, η πόλις παρά οι κάτοικοί της;»
Ερώτημα ρητορικό που θέτει ο Σαίξπηρ στη γ’ πράξη του Κοριολανού»
(«What is the city but the people?»)
Πέρα από την τεχνοκρατική, την πολιτική και την οικονομική πλευρά του ζητήματος, υπάρχει και αυτή που αφορά στους κατοίκους, όπως διερωτάται ο Σαίξπηρ. Η αυτονόητη απάντηση είναι «Η πόλις είναι οι κάτοικοί της». Αυτό σημαίνει πως η πόλις πρέπει πρώτα απ’ όλα να εξυπηρετεί τις ανάγκες των ανθρώπων που κατοικούν σ’ αυτήν, και ταυτόχρονα να τους παρέχει ποιότητα ζωής.
Γιατί από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, είναι φανερό πως το Μαρούσι από προάστιο μεταμορφώθηκε -σε λιγότερο από μισό αιώνα- σε έναν άμορφο χώρο. Έναν χώρο που δεν διατήρησε καμιά ταυτότητα σε σχέση με το παρελθόν του και δεν έχει σήμερα καμιά φυσιογνωμία.
Τι έχει απομείνει από τα μαρμαράδικα, από την Κεραμική (βιοτεχνική και εμπορική), από τους κήπους και τα όμορφα αρχοντικά κτίρια του παραδοσιακού κέντρου; Κάποια από αυτά έχουν απαλλοτριωθεί και χάσκουν κουφάρια, μέχρι να καταρρεύσουν.
Από χειμερινούς κινηματογράφους, μόνο η ΔΙΑΝΑ παραμένει σε πείσμα των καιρών, και από τρεις θερινούς κινηματογράφους που λειτουργούσαν, υπάρχει μόνον ο δημοτικός κινηματογράφος ΜΙΜΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ.
Από χώρους πολιτισμού ο ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ, το ΙΔΙΟΜΕΛΟ, και η γκαλερί ΖΗΒΑΣ ΑΡΤ ΓΚΑΛΕΡΙ αγωνίζονται απεγνωσμένα, χωρίς καμιά ουσιαστική συνδρομή από τον Δήμο. Όσοι γνωρίζουν γελάνε, και όσοι το παρατηρούν διερωτώνται τι είναι αυτός ο «ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ» που βρίσκεται στην Βασ. Σοφίας απέναντι από το παλιό Δημαρχείο της πλατείας Ηρώων!
Ελάχιστες από τις παραδοσιακές ταβέρνες υπάρχουν ακόμα, ενώ τα ταχυφαγεία και οι καφετέριες έχουν κατακλύσει τους δρόμους του κέντρου.
Πόσοι από τους κατοίκους της πόλης γνωρίζουν ότι σε αυτήν έζησαν και δημιούργησαν ο Ευγένιος Σπαθάρης, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Θεόφιλος Βορρές και η Τερψιχόρη Παπαστεφάνου; Ότι έζησαν ο Μίμης Φωτόπουλος,

η Γεωργία Βασιλειάδου, ο Γιάννης Γκιωνάκης, ο στιχουργός Πυθαγόρας και ο Κώστας Χατζηχρήστος;
Ούτε λόγος ασφαλώς να γίνεται για τον Γιώργο Κατσίμπαλη, τον ΚΟΛΟΣΣΟ ΤΟΥ ΜΑΡΟΥΣΙΟΥ, και τη βίλα στο λόφο Τριανέμι που περιγράφει ο Χένρι Μίλερ στο βιβλίο του. Από τις βεράντες της θαύμαζαν το αττικό δειλινό οι Σεφέρης, Θεοτοκάς, ο ζωγράφος Χατζηκυριάκος Γκίκας, ο Τσάτσος, ο Αντωνίου, ο Σαραντάρης και οι άλλοι της γενιάς του ’30. Στη θέση της χτίστηκε μια πολυκατοικία, και το μόνο που έμεινε να τον θυμίζει είναι μια εντοιχισμένη πλάκα…
Σε μία συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο πρώην δήμαρχος κ. Τζανίκος στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ, στην ερώτηση εάν τον τρομάζει η ιδέα ότι συνδέεται με τα γυάλινα «απεχθή» μεγαθήρια του κ. Βωβού, η απάντησή του ήταν ότι η ιδέα της αισθητικής αναβάθμισης είναι από τα μεγάλα στοιχήματα που δίνει, και ότι η ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων τον βοηθάει σε μία προσπάθεια: «Το Μαρούσι της νέας εποχής θα είναι ομορφότερο από αυτό που ξέραμε».
«Δυστυχώς η κακογουστιά είναι ένα από τα αποτελεσματικότερα και γι’ αυτό ένα από τα πιο επικίνδυνα όπλα μαζικής καταστροφής, που χρησιμοποιεί το σύστημα για να διαχωρίζει τους ανώτερους από τους κατώτερους, τους προχωρημένους από τους καθυστερημένους και για να παγιώνει τις ταξικές διακρίσεις, να

ξεγελάει τον πολίτη και τελικά να τον ελέγχει. Δεν είναι τόσο αθώα η κακογουστιά. Η κακογουστιά συνδέεται με το γεγονός επίσης, ότι οι πολίτες σταδιακά και χωρίς ίσως να το καταλαβαίνουν, βάζουν όλο και πιο χαμηλά τον δείκτη ποιότητας της ζωής τους. Η κακογουστιά συνδέεται με το τι μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο. Διαχέεται και διασπείρεται συστηματικά μέσα από την τηλεόραση. Και συνδέεται με τη χαμηλή αυτοεκτίμηση που αποκτά ο πολίτης, εξ αιτίας του κακού ή μέτριου επιπέδου σπουδών του, της αδιαφορίας της οικογένειας για την πνευματική του υγεία. Πρόκειται για μια συμφορά που πατάει πάνω στην υποβάθμιση της ποιότητας ζωής και δεν έχει να κάνει μόνο με την αισθητική, αλλά σχετίζεται με την καθολική οικονομική και πνευματική φτωχοποίηση ιδεών και στόχων που έχει το άτομο και το σύνολο».*
Το «τρίτο κύμα» είναι ίσως το τελευταίο, αλλά ακόμα τίποτα δεν έχει κριθεί. Είναι μοναδική η συγκυρία, να αντιληφθούν οι πολίτες τη σοβαρότητα αυτού που διακυβεύεται για την ποιότητα της ζωής τους και αυτής των παιδιών τους.
Μπορεί να ξαναγίνει το Μαρούσι ένα όμορφο προάστιο
Το 2007 κάποιοι ρομαντικοί της Δημοτικής Κίνησης ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ δημοσίευσαν μια ανακοίνωση με τίτλο: ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΞΑΝΑΓΙΝΕΙ ΤΟ ΜΑΡΟΥΣΙ ΕΝΑ ΟΜΟΡΦΟ ΠΡΟΑΣΤΙΟ;
Σήμερα κανείς δεν έχει την ψευδαίσθηση πως το Μαρούσι είναι δυνατόν να ξαναγίνει το όμορφο προάστιο που ήταν κάποτε. Όμως μπορεί να αποφύγει τα χειρότερα.
Είναι απολύτως βέβαιο, πως μπορεί να υπάρξει ανάσχεση και να αποτραπεί η επερχόμενη ολοκληρωτική καταστροφή. Είναι η στιγμή που όλοι οι Μαρουσιώτες, ανεξάρτητα από προσωπικές, κομματικές, παραταξιακές προτιμήσεις και δεσμεύσεις, είναι υποχρεωμένοι να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να δραστηριοποιηθούν.
Είναι η στιγμή που πρέπει να αντιληφθούν, πως η έννοια του «συνανήκειν», δηλαδή της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης, είναι υπέρτερες του στενού ατομικού συμφέροντος. Είναι η στιγμή να πάψουν να είναι ιδιώτες και πελάτες της κάθε κεντρικής ή τοπικής πολιτικής εξουσίας, και να γίνουν ενεργοί πολίτες. Επιβάλλεται να πάρουν ξανά τη ζωή στα χέρια τους.
* Το κείμενο είναι του Στέλιου Ελληνιάδη, με αφορμή την παρακμή της Αθήνας. Τηρουμένων των αναλογιών θα μπορούσε να αναφέρεται στο Μαρούσι, και ήταν η αφορμή για το κείμενο αυτό. Σημαντικά στοιχεία προέρχονται από το διδακτορικό του αρχιτέκτονα μηχανικού Αλβέρτου Μενασέ και συμπληρώθηκε από πληροφορίες που φιλικά μου έδωσε ο παλιός Μαρουσιώτης και εκδότης της ΑΜΑΡΥΣΙΑΣ, Χρήστος Ζαγκλής.