Διήγημα – Γράφει η Ρίκα Χρυσανθοπούλου
email: rica@ath.forthnet.gr
Κόλλησα τ΄αυτί μου στον κρύο τοίχο, προσμένοντας κάτι που δεν θα ‘ρχόταν. Για να θυμηθώ, να νοσταλγήσω. Μου απάντησε η σιωπή. Η Φλέρυ, θυμάμαι, μετακόμισε έξι μήνες μετά από μένα στο διπλανό διαμέρισμα του ισογείου. Αθόρυβα, λες και δεν είχε έπιπλα παρά μόνο βαλίτσες. Ήταν γύρω στα 40, ψηλή και γεμάτη, με ατίθασες μελένιες μπούκλες ως τους ώμους.
Το σπίτι μου στην παλιά πολυκατοικία ήταν το ησυχαστήριο μου. Η επαρχία δεν με σήκωνε και είχα έρθει να σπουδάσω ξεναγός, γεμάτη όνειρα για ταξίδια και γνωριμίες με άλλους λαούς. Δεν είχα πάρε-δώσε με κανένα. Διάβαζα πολύ. Ιδιαίτερα τη νύχτα. Η νύχτα πάντα με μάγευε, με γέμιζε σκέψεις και όνειρα, περισσότερο από τη βιαστική μέρα. Μια τέτοια νύχτα άκουσα από το διπλανό διαμέρισμα τις ζεστές νότες μιας κιθάρας. Ήταν η Φλέρυ. Κόλλησα στον τοίχο το αυτί μου. Τραγουδούσε χαμηλόφωνα «Τα ήσυχα βράδια θα περνάει φωτισμένο της ζωής μου το τρένο… Ακόμα κι αν φύγεις για το γύρο του κόσμου θάσαι πάντα δικός μου… θάμαστε πάντα μαζί».Το τραγούδι της Αρλέτας που αγαπούσα κι εγώ, πλανιόταν και διαπερνούσε τον ψυχρό τοίχο. Έλιωνε την παγωνιά. Τραγουδούσε μαζί της η ψυχή μου. Κρατούσα την ανάσα μου και ρουφούσα τη χαρμολύπη μιας αληθινής, προσωπικής στιγμής. Σαν να την έβλεπα από την κλειδαρότρυπα. Χωρίς ενοχές.
Το άλλο πρωί τη συνάντησα στις σκάλες και της χαμογέλασα. Μου είπε καλημέρα, κι έτσι κάπως ήταν η πρώτη μας επαφή. Λίγα βράδια αργότερα την κάλεσα να πιούμε μια μπύρα… και διστακτικά ήρθε. Μεγάλωσε στην Κολωνία, μου είπε. Δούλευε στο εστιατόριο συγγενών. Ήταν μελαγχολική όταν μιλούσε για την Κολωνία, το Λεβερκούζεν. Σκοτείνιαζε το βλέμμα της κι άλλαζε κουβέντα. Μιλούσε προσεκτικά. Φειδωλά, σαν μια χρονο-κάψουλα να κλείδωσε μέσα τις αναμνήσεις της καιρό τώρα. Μια βραδιά πάνω στη συζήτηση, μου είπε: «Αν ξέραμε τα μυστικά των άλλων, πώς θα απολαμβάναμε την παρηγοριά;» Κάτι έκρυβε, βαθύ και πονεμένο.
Οι σπουδές μου τελείωσαν και άρχισα δειλά τα πρώτα ταξίδια. Συχνά, γυρνώντας κουρασμένη, δεν παρέλειπα να κολλάω τ΄αυτί μου στον τοίχο και πάντα οι νότες της κιθάρας να ηρεμούν την ύπαρξή μου. «Παραπονεμένα λόγια, έχουν τα τραγούδια μου»… άκουγα να σιγοτραγουδά. Η Φλέρυ τελικά δεν είχε σχέση και με κανέναν άλλο στην πολυκατοικία. Κάθε χρόνος που περνούσε ερχόμασταν και πιο κοντά. Ώσπου τόλμησα να της ζητήσω νάρθει μια νύχτα στο σπίτι μου με την κιθάρα της. Με κοίταξε χαμογελώντας και δεν μου χάλασε το χατίρι. Το επόμενο βράδυ, με μια μπυρίτσα, είχα την ευχαρίστηση να την ακούω να παίζει και να σιγοτραγουδά μέσα στο σπίτι μου. Η μια μπύρα έφερε την άλλη, η Αρλέτα έδωσε τη θέση της στη Δήμητρα Γαλάνη και την κουτσή κιθάρα *». Θάταν ο κόσμος μαγικός, Παράδεισος η πλάση…στου φεγγαριού το τάσι καφές βαρύ γλυκός…».
Η εξομολόγηση δεν άργησε νάρθει. Ζούσε στην Κολωνία, όταν ο έρωτας τής χτύπησε την πόρτα. Στο προάστιο Λεβερκούζεν γνώρισε τον Έρικ. Ερωτεύτηκε δυνατά, την ομορφιά και την καλλιέργειά του. Προσδοκούσε και ονειρευόταν. Τον θαύμαζε και τον σεβόταν, μα εκείνος δεν ανταποκρινόταν. Τη βασάνιζε το «γιατί». Ο Έρικ παντρεύτηκε τελικά την αδελφή της.
Τη Φλέρυ δεν τη χωρούσε πια ο τόπος. Σαν να την έπνιγαν οι πλακόστρωτοι υγροί δρόμοι, η ομίχλη, τα μουντά χρώματα. Σαν να της έλειπε η θάλασσα που τόσο είχε αγαπήσει όταν ερχόταν στην Ελλάδα. Έψαχνε λίγο φως. Δύσκολος καιρός. Άλλαξε ο χαρακτήρας της. Έμαθε να κλαίει μέσα της, χωρίς δάκρυα. Παγιδεύτηκε ανάμεσα στις χορδές και το τάστο της κιθάρας της. Δεν ήθελε άλλον στη ζωή της και στο τέλος, δεν ήθελε ούτε την αδερφή της, που ήταν η μοναδική της φίλη. Σκοτείνιασε, άλλαξε από τη ζήλεια, την απόρριψη, θύμωνε με την τύχη της. Γύρισε μόνη στην Ελλάδα χωρίς να δώσει καν τη διεύθυνσή της. Κι έκοψε το λώρο της ζωής της, μια νύχτα με μια μαχαιριά.
Λέγοντάς μου τον βουβό της πόνο, έπιασε την κιθάρα της απαλά, σαν να ήταν πολύτιμη, έμψυχη, σαν νάταν το παιδί κι ο σύντροφός της. Στην αρχή δεν κατάλαβα τι έπαιζε έτσι που χόρευαν οι ήχοι, έτσι που ξεπηδούσαν οι νότες από τα μακριά της δάχτυλα. «Έχει ο καιρός τις μαύρες του κι εγώ που βρίσκομαι δεν ξέρω… μια βραδιά στο Λεβερκούζεν λίγο έξω απ΄το σταθμό θα θυμάμαι που μου είπες σ’ αγαπώ».** Τα μάτια της ρυάκια. Φάνηκε πως μετά από επτά σχεδόν χρόνια μοναξιάς, ήταν ακόμη όλα νωπά. Μα δεν γιατρεύεται η ψυχή με το χρόνο; Τι φάρμακο πίνουν οι αναμνήσεις για να ξεχαστούν, αναρωτήθηκα.
Εκείνο το βράδυ μας έφερε ακόμη πιο κοντά. Δεν ήθελε να μιλήσει ξανά γι΄αυτό. Δεν ήθελε να πάει μπρος. Ούτε καν με συναδέλφους της δεν έκανε παρέα. Λες και καταδίκασε τη ζωή της σε κλουβί, λες και την αγκίστρωσε να σπαρταράει στο χθες, για τώρα, για πάντα. Της μίλησα μα δεν άκουγε. Προσπάθησα να την ξεκολλήσω μα δεν ήθελε. «Για πάντα»… τι είναι το «για πάντα», μου είπε. Όλα στη ζωή είναι πολύχρωμοι κύκλοι. Με αρχή και τέλος. Τι χρώμα έχει το «για πάντα». Αλλάζει μορφές… Γίνεται μόνο του αρχή και τέλος, και εισχωρεί ανυποψίαστα. Γίνεται άξαφνα ένας χαμαιλέων αυτό το «για πάντα» που λέμε και επιδιώκουμε. Δεν υπάρχει σου λέω!! Εμείς «νομίζουμε» πως υπάρχει το «για πάντα», ως την ώρα που θα μας γελάσει, θα μας ξεφύγει, ένα κάποιο σούρουπο, σαν ψίθυρος. Το «για πάντα» είναι μάταιο. Χορεύει μόνο του, άχρωμο, στο κενό μας. Στο κενό μου. Χρόνια τώρα. Μιλούσε σαν να μονολογούσε. Δεν ήθελε διάλογο. Μιλούσε στην ίδια της τη μοναξιά.
Την άλλη μέρα συναντηθήκαμε στις σκάλες και με μάτια ξάγρυπνα μου είπε μια μουντή καλημέρα. Κλείστηκε στον εαυτό της. Κι αυτό που με ανησυχούσε ήταν, ότι δεν άκουγα πια τα βράδια την κιθάρα της. Ούτε νότα. Ούτε ήχο. Εκκωφαντική, απόλυτη σιγή. Έφυγα για μια μικρή περιοδεία στους αρχαιολογικούς χώρους της Βόρειας Ελλάδας. Έβγαζα καλά χρήματα από αυτές τις περιοδείες με γκρουπ. Στο τέλος της πολύβουης, ηλιόχαρης μέρας, η σκέψη μου γυρνούσε στη Φλέρυ και τα μελαγχολικά της τραγούδια. Αλλά δεν τολμούσα να της τηλεφωνήσω. Ένοιωθα πως ήθελε να μείνει μόνη. Πως αν δεν έλυνε μόνη της αυτό που τη βασάνιζε, δεν θα λυτρωνόταν.
Γύρισα σπίτι ένα μεσημέρι, αρχές του Σεπτέμβρη. Στο πεζοδρόμιο της πολυκατοικίας αντίκρισα σακούλες στη σειρά. Άλλες με πιάτα και ποτήρια. Άλλες με πετσέτες και σκεπάσματα, ακουμπισμένες σ΄ ένα πτυσσόμενο τραπεζάκι. Τα αναγνώρισα. Πιο πέρα μια παλιά βαλίτσα γεμάτη αντικείμενα και βιβλία, τασάκια και κουζινικά. Όρμησα έντρομη στην είσοδο της πολυκατοικίας. Το μυαλό μου πήγε στο χειρότερο. Τι συνέβη; Τα ακροδάχτυλα μου έτρεμαν, η αναπνοή μου έβγαινε άτακτη. Ένοιωσα ήδη τύψεις που δεν της είχα τηλεφωνήσει τόσο καιρό. Χτύπησα το κουδούνι με ανησυχία, με μανία. Μου άνοιξε η Φλέρυ, χλωμή και αδυνατισμένη. Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της μόλις με είδε. Με αγκάλιασε και με φίλησε πρώτη φορά.
– Που πας, της είπα. Που πας; Τι σε διώχνει από δώ!
– Η ζωή, μου είπε. Ζω χωρίς ζωή εδώ. Μέσα στο χθες ζω. Όποιος πνίγεται στη σιωπή αρρωσταίνει. Εγώ είμαι η επιλογή μου, μόνο εγώ. Έκλεισε απαλά την πόρτα.
– Εκείνο το βράδυ που μιλούσαμε κατάλαβα, ότι το δύσκολο τελικά, δεν είναι να ξεχνάς, αλλά να κάνεις μια καινούργια αρχή.
– Που πας, την ξαναρώτησα, με βουρκωμένα μάτια.
– Στην Κολωνία, μου απήντησε. Εκεί…στις απαντήσεις μου. Πρέπει να γυρίσω. Χρωστάω μια συγγνώμη. Με τη συγγνώμη, θάρθει η λύτρωση και η καινούργια αρχή μου. Να συγχωρείς σημαίνει να πηγαίνεις πάρα κάτω… παρόλο που ακόμη θυμάσαι. Σ΄ ευχαριστώ. Και με αγκάλιασε σφικτά για τελευταία φορά…
*«Κουτσή κιθάρα» Λ. Παπαδόπουλος/Μ. Λοΐζος
**«Μια βραδιά στο Λεβερκούζεν»(1996) στίχοι Μ. Ξυδούς.