Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη-Σιακή
Ο καλός φίλος μου στο χωριό, γνώριζε τα φυτά και τις λεπτομέρειες της καλλιέργειάς τους τόσο καλά όπως γνώριζε και κάθε κατάσταση και ανάγκη του σώματος και της ψυχής του. Με περίμενε τα καλοκαίρια με λαχτάρα για να μου διηγηθεί τα νέα του φθινοπώρου και του χειμώνα με έναν απίστευτο τρόπο, περιγράφοντας με προσοχή και ακρίβεια πόσο καρπό έβγαλαν οι ελιές, πόσο πήγε το λάδι, τι έγινε με τα λαχανικά και πολλά άλλα, και έβλεπες ότι μιλούσε όπως θα μιλούσε για κάποιον άνθρωπο δικό του πολύ αγαπημένο που τον νοιαζόταν, όλες τις ώρες της ημέρας και της νύχτας.
Ο φίλος μου στο χωριό ήταν περίπου 75 χρονών, γερός και δυνατός και δούλευε ακούραστος και αεικίνητος πολλές ώρες στα χωράφια, χαϊδεύοντας και σπέρνοντας στο φιλόξενο χώμα τους, και απολαμβάνοντας τα πλούσια δώρα που του έδινε. Τον βρήκα να πίνει ήρεμος τον απογευματινό του καφέ. Ο ήλιος παίζοντας με το ποτήρι του και σκορπίζοντας παντού κόκκινες και χρυσές πινελιές κρυβόταν βιαστικά πίσω από το βουνό. Μόλις με είδε σηκώθηκε γρήγορα από την καρέκλα του, με χαιρέτησε με χαρά και συγκίνηση, ενώ ήταν φανερό ότι φύλαγε πολλά νέα για να μου πει, και βιαζόταν σαν τον μικρό μαθητή που λέει αμέσως στους γονείς του ότι σήμερα πήρε στο διαγώνισμα άριστα. Έτσι, άρχισε να μιλά βιαστικά και χωρίς διακοπή:
– Άκουσε… φέτος όλα πήγαν πολύ καλά. Και το λάδι, και το σιτάρι, αλλά και τα κηπευτικά μου άφησαν καλά λεφτά. Δεν είχα αρρώστιες στα δέντρα, ούτε άλλες ζημιές, αλλά… εδώ κοντοστάθηκε και ανάσανε βαθιά ενώ μια σκιά φόβου μίκρυνε και θόλωσε θαρρείς τα σκούρα μάτια του. Όμως, συνέχισε αργά: Φέτος έζησα έναν πολύ μεγάλο φόβο. Χρόνια παλεύω με τη γη και με ό,τι κινείται επάνω και μέσα σ’ αυτήν, και ποτέ δεν είχα νιώσει έτσι. Έτρεμα ολόκληρος, τα πόδια μου λύγισαν –βλέπεις περνούν και τα χρόνια- αλλά τα κατάφερα. Τον κοίταζα με αγωνία, και στο τέλος δεν άντεξα και τον ρώτησα φωναχτά:
– Τι σου συνέβη; Πες μου επιτέλους… Με έχεις τρομάξει. Αρρώστησες; Λιποθύμησες; Τι έπαθες; Με κοίταξε και άρχισε σιγανά τη σωστή και λιτή περιγραφή του γουρλώνοντας λίγο τα μάτια, σα να φοβόταν και τώρα:
– Άκου… Φέτος καλλιέργησα και πατάτες για πρώτη φορά στο μεγάλο χωράφι, και όλα πήγαν θαυμάσια. Πολύ καλός ο καιρός με βοήθησε, η παραγωγή ήταν πλούσια και το κέρδος μου επίσης καλό. Κι εγώ βέβαια, όπως συνηθίζω, η φροντίδα μου για τις πατάτες ήταν ιδιαίτερη. Βλέπεις ήταν και η πρώτη φορά που επιχειρούσα την καλλιέργεια της πατάτας. Λοιπόν άκουσέ με: Ήταν απόγευμα κι εγώ περπατούσα αργά στο χωράφι και καμάρωνα τις όμορφες πατατιές. Συχνά έσκυβα κάτω και ανασκάλευα το χώμα γύρω τους και συγχρόνως χάιδευα και τον έτοιμο καρπό με ικανοποίηση που τα κατάφερα. Ξαφνικά η παλάμη μου ακούμπησε σε κάτι διαφορετικό από τις πατάτες, και βλέποντας καλύτερα είδα ένα πανέμορφο «κομπολόι» τοποθετημένο σαν στριφτό κουλούρι στη ρίζα και τον καρπό του φυτού. Το κομπολόι γυάλιζε παράξενα στις τελευταίες ακτίνες του ήλιου και τα χρώματά του γκρίζο και πρασινωπό έλαμπαν στα μάτια μου. Έμεινα για λίγο να το κοιτάζω με έκπληξη και σκέφτηκα ότι σίγουρα κάποιος πέρασε από ‘κει και του έπεσε από την τσέπη. Έσκυψα στο χώμα για να το σηκώσω με τα χέρια μου, αλλά τότε ανατρίχιασα, ίδρωσα ολόκληρος και η χαρά μου έγινε πανικός.
Το υποτιθέμενο κομπολόι που νόμιζα ότι βρήκα κουνήθηκε απότομα στην θέση του και άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά στα τρομαγμένα μάτια μου και να κινείται γρήγορα δίπλα στα πόδια μου. Έκανα ένα βήμα πίσω και άρπαξα από κάτω -με τόση δύναμη που δεν ήξερα ότι την είχα- μια τσάπα που βρήκα μπροστά μου και άρχισα να χτυπώ… τη φοβερή οχιά που πριν λίγη ώρα νόμιζα ότι ήταν ένα υπέροχο κομπολόι. Τη χτυπούσα μανιασμένα και με δυσκολία και πολλά χτυπήματα, τα περισσότερα στα τυφλά, κατάφερα επιτέλους να τη σκοτώσω. Έκατσα εξουθενωμένος στο χώμα και την κοίταζα με φόβο μήπως και ζωντανέψει ξανά και τη δω να σέρνεται απειλητικά κατ’ επάνω μου. Τότε πρόσεξα ότι η οχιά αυτή ήταν η πιο φαρμακερή του είδους της. Ήταν η «διμούτσουνη οχιά» όπως τη λέμε και στο χωριό, επειδή δεν έχει πιο λεπτή ουρά πίσω, αλλά η πίσω άκρη της είναι το ίδιο πλατιά και χοντρή όπως είναι μπροστά το κεφάλι της.
Ο καλός μου φίλος, τα είπε όλα λαχανιασμένος και μου φάνηκε ότι επιτέλους ξαλάφρωσε από ένα μεγάλο βάρος τρόμου και απειλής που τον κυνηγούσε. Θαρρείς ότι η οχιά που τόση ώρα μου έκανε την περιγραφή της με όλες τις λεπτομέρειες που ήξερε, περνούσε τώρα ξανά από μπροστά του επικίνδυνη και έτοιμη να αδειάσει όλο το δηλητήριό της επάνω του. Τον χάιδεψα τρυφερά στον ώμο και αστειεύτηκα για να τον ηρεμήσω: – Έλα τώρα… μην κάνεις έτσι… εσύ δε φοβήθηκες ποτέ τίποτα. Σε τρόμαξε ένα φίδι; Δε γέλασε ούτε φάνηκε ότι μαλάκωσε τον τρόμο του το αστείο μου. Κούνησε μόνο κουρασμένα το κεφάλι και πρόσθεσε: – Άλλο που σου το λέω και άλλο να το ζεις. Εκείνη την ώρα δεν προλάβαινα να σκεφτώ τίποτα θετικό και όλη η χαρά που ένιωσα για τις γευστικές πατάτες που καλλιέργησα για πρώτη φορά εξανεμίστηκε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Κάθισα δίπλα του, και ενώ η νύχτα προχωρούσε σιωπηλή και φορτωμένη δροσιά, κουβεντιάσαμε τα νέα μας μέχρι που η φωνή του γκιώνη γεμάτη παραπονιάρικα καλέσματα, μας επανέφερε στην πραγματικότητα.
Με την υπόσχεση «θα τα ξαναπούμε αύριο», τον χαιρέτησα και έφυγα τρέχοντας. Γιατί; Μα… μήπως επειδή όταν χαμήλωνα τα μάτια μου στη γη νόμιζα ότι έβλεπα με τα φοβισμένα μάτια του φίλου μου την οχιά να ξεδιπλώνεται μπροστά μου και να λικνίζεται, στέλνοντας αυτόν τον προκλητικό χορό της σ’ εμένα λίγο πριν μου σερβίρει μαζί με το χορό και το δηλητήριό της;