Πολύ συχνά και την ακούμε και τη λέμε αυτή τη φράση:
«Κοντεύουμε να πάρουμε τα βουνά…». Έτσι λέμε όταν το ποτήρι της υπομονής έχει αρχίσει να ξεχειλίζει, όταν η καρδιά μας γίνεται πέτρα και βαραίνει το στήθος, όταν οι δυσκολίες μάς γεμίζουν άγχος και άλγος, όταν νιώθουμε στην ψυχή αισθήματα και συναισθήματα να συγχέονται, να συγκρούονται, να χάνουν την ισορροπία τους, και τελικά να οδεύουν σε πλήρη ισοπέδωση.
Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη-Σιακή
Φθινόπωρο γλυκό, μελαγχολικό, παράξενο, γεμάτο αντιφάσεις και υπονοούμενα. Τη μια στιγμή ένας μυστικοπαθής ήλιος να μου χαμογελά πονηρά και αισιόδοξα, και την άλλη ένα απειλητικό γκρίζο σύννεφο να του κλείνει το στόμα. Το είδα «έτσι», το μέτρησα «αλλιώς», και τελικά… «πήρα τα βουνά». Το σκέφτηκα καλά. Εκείνο το βουνό που παλιά πήγαινα συχνά για ξεκούραση, γαλήνη και επίσκεψη, ήταν η μόνη σωστή λύση.
Το φανταζόμουν όπως ήταν πριν από μερικά χρόνια και ένιωθα τη χαρά που μου έδινε τότε… Αλλά τώρα ήταν σα να έκρυβε στην κορυφή του ένα σταγονόμετρο και σαν αλλοτινή χαρά, έριχνε και λίγες σταγόνες πίκρας και νοσταλγίας, έτσι ώστε η τελική γεύση να μην είναι ίδια με τότε, δηλαδή, μια επιβεβαίωση του λόγου που λέμε συχνά: «Όλα τα όμορφα πράγματα γίνονται μια φορά. Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι μπορεί στην επανάληψή τους, να μας δώσουν όμοια ευχαρίστηση και ευτυχία…».
Πήγα στο βουνό εκείνο το φθινόπωρο πρωί. Χαιρέτησα εγκάρδια τις ομορφιές του, κάθε φορά που έγερνα μία αριστερά και μία δεξιά στο αυτοκίνητο, ακολουθώντας τις παραξενιές του δρόμου, και συνέχισα να ανεβαίνω… Και να ανεβαίνω, … και να ανταμώνω τώρα με το σκοτεινό μάτι που σχημάτιζαν τα πυκνά σύννεφα, εκεί γύρω – γύρω στην κορυφή του, που ούτε καν την είχα πλησιάσει.
Σταμάτησα, λίγο φοβισμένη από το παιχνίδι του γκρίζου και του μαύρου ουρανού, και περπάτησα μέσα στα χωράφια. Έστρεφα το κεφάλι μου ολόγυρα, και ανάσαινα βαθιά. Ελευθέρωνα την ανυπομονησία των ματιών μου για να θαυμάσουν όλα τα υπέροχα που έβλεπαν, και ένιωθα σιγά–σιγά μία ουρανόσταλτη λυτρωτική γαλήνη, να κουβαλά στην πλάτη της ξεχασμένα χαμόγελα και χαρές… Λίγες, πολύ λίγες χαρές, από αυτές που είπαμε πως δεν επιστρέφουν ποτέ. Αλλά και αυτές οι λίγες ήταν πολλές για το σήμερα.
Τα δέντρα είχαν ντυθεί παράξενα. Έβλεπες τις φορεσιές τους υγρές και γυαλιστερές, βαμμένες όλα τα χρώματα και ραμμένες σε διάφορα σχέδια. Σκούρο πράσινο, ανοιχτό, πολύ ανοιχτό σαν ξεθωριασμένο, και αλλού όλες οι αποχρώσεις του φθινοπωρινού καφέ, του πορτοκαλί, του κίτρινου, του ιδρωμένου μαύρου του κορμού και του τίποτα. Του τίποτα των ολόγυμνων δέντρων, που είχαν στρώσει καφετί χαλί στο χώμα όλα τα φύλλα τους. Περπατούσα αργά σ’ αυτό το παχύ χαλί και ακούγοντας τον υπόκωφο ήχο χρατσ–χρατσ που έκαναν τα βήματά μου, νόμιζα πως πατούσα και έλιωνα κάθε φορά και ένα κομματάκι πάγου από την ψυχή μου, και έτσι ελευθερωνόταν στάλα–στάλα η χαμένη χαρά, η κοιμισμένη αισιοδοξία, η υπνωτισμένη ελπίδα.
Εκεί ψηλά στα φιλόξενα χωράφια, κάθισα αρκετή ώρα. Ώρα, ολοκληρωτικά δική μου. Ώρα ουρανόσταλτης λύτρωσης, την οποία δεν μπόρεσαν να διαπεράσουν και να σπάσουν, οι γνωστές και -φίλες πια- σκέψεις, αγωνίες, υπαρξιακές απορίες, που έχουν υποδουλώσει –κυρίως τον τελευταίο καιρό-, την καθημερινότητα όλων μας.
Η επιστροφή από το βουνό, είχε ένα άλλο άρωμα και ένα παράξενο φως. Μοσχοβολούσε υγρό χώμα, δροσερά φύλλα, ιδρωμένους κορμούς δέντρων, και το φως εκείνο που έστελνε, ξυπνούσε τη νωθρή ανθρώπινη σκέψη από την αβουλία και τον αυτοεξορισμό της στα σκοτεινά κομμάτια της ζωής.
Κατεβαίνοντας τον πολύστροφο δρόμο που σίγουρα κάποιο φίδι είχε χαράξει στο σύρσιμο των ελιγμών του, παρατήρησα με πικρή απορία ότι όλα εκείνα τα πανέμορφα μαγαζιά «για καλό φαγητό», που πριν από λίγα χρόνια πλημμύριζαν κόσμο -κυρίως τα Σαββατοκύριακα και τις γιορτές-, τώρα τα περισσότερα είχαν κλείσει, και τα ελάχιστα που είχαν «σωθεί» και παρέμεναν ακόμα ανοιχτά ήταν εντελώς άδεια… Ούτε ένας άνθρωπος στο τραπέζι, ούτε μια παρέα να τρώει, ούτε μια φωνή να ακούγεται. Εδώ τώρα κυριαρχούσε το κρότος της σιωπής, της απώλειας και η θλίψη της νοσταλγίας.
Ενώ είχα «κατρακυλήσει» πια από το βουνό και σε λίγο θα με καλούσε η πραγματικότητα της πόλης να την αντιμετωπίσω, σταμάτησα για έναν καφέ σε ένα πανέμορφο πέτρινο παραδοσιακό καφενείο. Δεν ήταν παλιό, αλλά αυτός που το έφτιαξε ήταν φανερό ότι ήταν σφιχτά δεμένος με την ιστορία μας, τις αξίες μας και τις παραδόσεις μας, με τα παραμύθια της γιαγιάς, και με το μεράκι και τη λεβεντιά του παππού, και με το ποτηράκι του κρασιού στα σιδερένια τραπεζάκια με τις ψάθινες καρέκλες.