Μπορώ να θυμηθώ πολλά πράγματα γράφοντας αυτό το αντίο σε ένα από τους δημοσιογραφικούς μου μέντορες τον Νικήτα Γαβαλά. Στην περίπτωση που έπρεπε να κρατήσω μόνο μια εικόνα του, θα διάλεγα ένα βράδυ στις αρχές του, 1990. Μόλις είχε καταρρεύσει η αυτοκρατορία του Κοσκωτά και είχε κλείσει το πιο φιλόδοξο πρότζεκτ του, οι 24 Ώρες. Βρεθήκαμε στα ερημωμένα γραφεία της εφημερίδας στην Παλλήνη εκείνο το βράδυ. Ο Νικήτας πήγαινε καθημερινά στο γραφείο του (ήταν διευθυντής στο αθλητικό τμήμα) παρότι η εφημερίδα είχε κλείσει. Τον βρήκα καθισμένο μπροστά σε ένα ποτήρι ουίσκι, με κέρασε ένα και μένα και κάποια στιγμή τον πήρε το παράπονο: «Σας έφερα όλους εδώ, είσαστε όλοι επιλογές μου και τώρα μείνατε χωρίς δουλειά. Στο υπόσχομαι ότι εγώ θα βρω δουλειά τελευταίος, μόλις τακτοποιηθεί και ο τελευταίος αυτού του τμήματος». Το θεώρησα μια κουβέντα της στιγμής, κάτι που είχε να κάνει με τη συναισθηματική του φόρτιση. Ο Νικήτας έκρυβε μια ευαίσθητη ψυχή και μια σπουδαία καρδιά μέσα του. Από τις σπάνιες…
Τέσσερις-πέντε μήνες όταν ξανασυντηθήκαμε στο αθλητικό τμήμα της Καθημερινής, είχε κρατήσει την υπόσχεσή του. Τους τελευταίους άνεργους των 24 Ωρών τους έφερε μαζί του στην Καθημερινή όπου ανέλαβε διευθυντής στο αθλητικό τμήμα, η τελευταία του επιτελική δουλειά στον Τύπο.
Η γνωριμία μας πήγαινε βέβαια πολύ πίσω, το 1979 όταν διάβηκα το κατώφλι της οδού Πειραιώς και ξεκίνησα ερασιτεχνικά να ψάχνω τα χνάρια μου στη δουλειά. Ο Νικήτας ήταν ήδη καταξιωμένος, για χρόνια ρεπόρτερ του Ολυμπιακού, με μεγάλες επιτυχίες στο ενεργητικό του. Το θεώρησα τεράστια τιμή όταν μερικούς μήνες μετά μου ζήτησε να συνδράμω με κείμενά μου στη στήλη που έγραφε στη 2η σελίδα της εφημερίδας.
Σχεδόν μια δεκαετία μετά ανέλαβε διευθυντής στο αθλητικό τμήμα των 24 Ωρών, στο πολιτικό ήταν διευθυντής ο αδελφός του ο Γιώργος εξίσου πετυχημένος δημοσιογράφος. Το αθλητικό είχε προβλεφθεί να έχει 20 δημοσιογράφους και γινόταν χαμός ποιος θα πρωτοπάει. Κοσκωτάς εκδότης, οι πρώτες όχι απλά καλοπληρωμένες δουλειές στον τύπο αλλά δουλειές που πολλαπλασίαζαν τους μισθούς της εποχής. Με διάλεξε να γράφω το ρεπορτάζ του μπάσκετ, παρότι όλοι τον συμβούλευαν να μη με πάρει παρέα του. «Είσαι προσωπικό μου στοίχημα», μου είπε. «Αν δεν τα καταφέρεις, θα δικαιώσεις όσους μου λένε ότι κάνω λάθος επιλογή». Είχε μαζέψει σε εκείνο το αθλητικό τμήμα ότι καλύτερο υπήρχε από νεαρούς αθλητικογράφους. Πουλόπουλος, Σωτηρακόπουλος, Σπυρόπουλος, Βερνίκος, Μαρκάκης, Χαλέμος, Τσιπιανίτης, Χαραλαμπόπουλος, Νάνος, Παπαγανόπουλος και ένα βετεράνο, τον Θεοδωρακόπουλο. Η μοναδική κοπέλα της παρέας ήταν η μετέπειτα βουλευτής Άρια Αγάτσα.
Κάπου εκεί κτίσαμε μια πολύ δυνατή φιλία, που κράτησε μέχρι το θάνατό του στις 9 Ιουλίου.
Ο Νικήτας ήταν γλεντζές, εξωστρεφής, άνθρωπος έξω καρδιά, άνθρωπος με φοβερή αίσθηση του χιούμορ. Είναι από τους λίγους που έφυγε από αυτή τη δουλειά έχοντας περισσότερους (πολύ περισσότερους) φίλους από εχθρούς. Συνεχίσαμε να δουλεύουμε παρέα στην Καθημερινή. Ωραίο τμήμα και ακόμη πιο ωραία παρέα. Ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, ο Τέλης Τσιπιανίτης, ο Γιάννης Κουκουλάς, ο Χρήστος Κοντός, κάποια στιγμή προστέθηκε στην ομάδα και ο Βαγγέλης Ζορμπάς.
Ο Νικήτας είχε τον δικό του τρόπο διοίκησης, έβλεπε τα πράγματα διαφορετικά. Όταν έπεφτε κανένας χοντρός τσακωμός, μας άφηνε να βγάλουμε τα σώψυχά μας και μετά έδινε εντολή στον Κουκουλά: «Τώρα που τελειώσατε κλείσε ένα τραπέζι να βγούμε έξω το βράδυ γιατί βαρέθηκα να σας ακούω». Αδυναμία του ήταν το τραγούδι, ήταν καλλίφωνος και του άρεσε σε όποιο μαγαζί πήγαινε να παίρνει το μικρόφωνο του τραγουδιστή. Τον γνώριζαν όλοι οι τραγουδιστές και του το έδιναν. Μοιραίο λάθος! Το επέστρεφε όταν αποφάσιζε ο ίδιος. «Αγαπητέ μου, επειδή χαραμίστηκα στη δημοσιογραφία, το μέλλον μου είναι στο λαϊκό τραγούδι», έλεγε και το ευχαριστιόταν.
Ήταν μπροστά από την εποχή του. «Θα έρθουν δύσκολες μέρες στη δουλειά. Προσέξτε κάντε καλό κουμάντο με τα λεφτά σας. Δεν θα υπάρχουν πάντοτε άφθονα». Ήταν ακόμη στα καλά του όταν ξέσπασε η κρίση και του το θύμισα μια μέρα που μιλούσαμε.