Γράφει ο Γιώργος Ανδρουτσόπουλος
Αν και τα «Ιουλιανά», ως ιστορική πλέον ορολογία, σηματοδοτούν τα πολιτικά γεγονότα της 15ης Ιουλίου 1965, με τη σημειούμενη «αποστασία», όπως έχει μείνει στη Νεότερη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδας, στην πραγματικότητα τί είναι; Απλούστατα, κάτι που έχει συμβεί πολλές φορές στην παγκόσμια πολιτική σκακιέρα, ενώ στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί σε… μόδα!
Κι αυτό, γιατί δεν μας προξενεί πλέον εντύπωση μια πράξη «αποστασίας», ιδιαίτερα που τα τελευταία χρόνια έχουμε κατ’ επανάληψη δει να φεύγει από το κομματικό «μαντρί», άσχετα αν κινδυνεύει να τον φάει ο… λύκος, σύμφωνα με τη διατύπωση του αείμνηστου Ευάγγελου Αβέρωφ, ένας βουλευτής ή μια ομάδα πολιτικών στελεχών και να βρίσκει «καταφύγιο» σε κάποιο άλλο κόμμα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρείτο το «αντίπαλο δέος», ή να προσχωρεί σε μια άλλη κομματική «οικογένεια» με την οποία πιστεύει, έτσι ξαφνικά, πως… συγγενεύει ιδεολο- γικά ή κι ακόμη… συμφεροντολογικά.
Εξάλλου, οι ίδιοι οι πολιτικοί μας κατάφεραν, με την πρακτική τους διαδικασία, εντός κι εκτός Κοινοβουλίου, να διαμορφώσουν έναν «άγραφο» κανόνα, με τον οποίο μπορούν, ανά πάσα στιγμή, να δικαιολογήσουν τις πολιτικές πράξεις ή και τις παραλείψεις τους ακόμη, θεωρώντας ότι στην πολιτική όλα επιτρέπονται, άσχετα αν οι πολιτικοί σ’ εμάς, τους απλούς πολίτες – ψηφοφόρους τους, ρητά τ’ απαγορεύουν! Έτσι, έχει δημιουργηθεί ένας σύγχρονος πολιτικός εθιμικός κανόνας, που βγήκε από την παραπάνω πρακτική κι ο οποίος λέει ότι, όταν ένας πολιτικός φεύγει από άλλο κόμμα κι έρχεται στο δικό μας, τότε έχουμε «διεύρυνση», αλλά, όταν φεύγει κάποιος από το δικό μας και πάει σ’ άλλο, τότε έχουμε «προδοσία», «αποστασία» κ.λπ.
Μόνο που το θέμα της «αποστασίας» του 1965 είχε άλλη σημειολογική σημασία. Τότε, δεν έφυγαν κάποιοι για να πάνε αλλού, αλλά αποχώρησαν από την κυβέρνηση για ν’ αλλάξει ο πρωθυπουργός. Έτσι, αν αυτή η «αποστασία» μιας ομάδας στελεχών της Ένωσης Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, στις 15 Ιουλίου του 1965, γι’ αυτόν και τους φανατικούς του οπαδούς ήταν «προδοσία», αν και από τους «προδότες» θωρήθηκε σαν «εθνικό καθήκον», στην πραγματικότητα αυτή την πολιτική ενέργεια, όπως η «αποσκίρτηση» του προέδρου της Βουλής, Γεωργίου Αθανασιάδη – Νόβα, καθώς και τεσσάρων υπουργών της κυβέρνησης Παπανδρέου, όπως του Δημήτρη Παπασπύρου (Προεδρίας Κυβερνήσεως), του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (Οικονομικών), του Ιωάννη Τούμπα (Εσωτερικών) και του Σταύρου Κωστόπουλου (Εξωτερικών) επέφερε καίριο χτύπημα όχι μόνο στο τότε κυβερνητικό σχήμα, αλλά, κατά κύριο λόγο, στις τάξεις του κομματικού μηχανισμού της Ένωσης Κέντρου, προκαλώντας, ταυτόχρονα, μεγάλη όξυνση στην ήδη από χρόνια ταραγμένη πολιτική σκηνή της χώ ρας, η οποία και περιήλθε σε μια νέα περίοδο πολιτικής κρίσης.
Μιας κρίσης, όμως, που σαφέστατα δεν είχε να κάνει μόνο με τη σύγκρουση του Γεωργίου Παπανδρέου με τον νεαρό τότε βασιλιά Κωνσταντίνο Β’, με αφορμή την επιχειρούμενη από τον πρώτο αλλαγή στην ηγεσία του στρατεύματος και την αντικατάσταση του τότε υπουργού Εθνικής Άμυνας, Πέτρου Γαρουφαλιά, που είχε στενή σχέση με το Παλάτι.
Μιας κρίσης, η οποία περισσότερο είχε να κάνει με την προσπάθεια της Δεξιάς και του Στέμματος να κρατήσουν τα ηνία της χώρας, η οποία, σύμφωνα πάντα με τις απόψεις τους, «κινδύνευε» από τις δημοκρατικές «ελευθερίες» του Γεωργίου Παπανδρέου, για τις οποίες θεωρούσαν πως θα έδιναν το «πράσινο φως» στην άνοδο της Αριστεράς, που θα επέφερε, ενδεχομένως, την ανατροπή των… ισορροπιών, η οποία και θα οδηγούσε στην ανατροπή της Βασιλείας, ως πολιτεύματος της χώρας.
Από την άλλη, δεν θα πρέπει να αφήσουμε απ’ έξω και το ενδεχόμενο ενός οικονομικού πολέ- μου σε βάρος της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου από τον Ελληνοαμερικανό επενδυτή Τομ Πάπας. Βασική αιτία υπήρξε η απόφαση της κυβέρνησης Παπανδρέου, μόλις αυτή ανέλαβε την εξουσία, τον φεβρουάριο του 1964, για ολική επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων πουείχαν υπογραφεί για τα διυλιστήρια της ESSO, κάτι που έγινε το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, με την υπογραφή νέας σύμβασης με την ESSO PAPPAS, καταργώντας τα περισσότερα από τα μονοπώλια τα οποία είχε.
Ωστόσο, o Τομ Πάπας πίεζε την ελληνική πλευρά, μέσω της CIA, εκμεταλλευόμενος τις διασυνδέσεις που είχε με την τότε κυβέρνηση των ΗΠΑ, προκειμένου να σταματήσει τις «σοσιαλιστικές της μεταρρυθμίσεις». Γιατί ο ίδιος ο Τομ Πάπας είχε ξεκαθαρίσει τις «καλές σχέσεις» του με τη CIA σε μια συνέντευξη που είχε δώσει λίγα χρόνια αργότερα στον φρέντυ Γερμανό. Μάλιστα, δεν ήσαν και λίγοι εκείνοι που είχαν συνδέσει τον Τομ Πάπας με την οικονομική «συνδρομή» για την εξαγορά των βουλευτών της αποστασίας, όπως αναφέρει στο βιβλίο του, με τίτλο: «1974. Το άγνωστο παρασκήνιο της τουρκικής εισβολής» που δημοσίευσε το 2002 ο Μακάριος Δρουσιώτης, ενώ ο τότε εκδότης των εφημερίδων «Μακεδονία» και «Θεσσαλονίκη», Ιωάννης Βελίδης, καταγράφεται από τον στενό του συνεργάτη λευτέρη Βόδενα πως είχε ενεργό συμμετοχή στην ανατροπή του Παπανδρέου, καθώς ο ίδιος, ο Βόδενας, εξιστορεί στον Χρίστο Χριστοδούλου, για να το καταγράψει ο τελευταίος στο βιβλίο του «Ο εκδότης Ιωάννης Βελίδης», ότι «…μια μέρα ανέβηκα στον 7 όροφο της οδού Φιλελλήνων 1 (στο Σύνταγμα) και πήρα κάτι δέματα… Τα πήρα από τα γραφεία της ESSO Πάπας που ήταν εκεί και τα κατέβασα στα γραφεία της “Μακεδονίας“ που ήταν στον 2ο όροφο. Από εκεί πέρασαν κάποιοι βουλευτές και τα πήραν…». Και να φανταστείτε πως ακόμη, εκείνη την εποχή, δεν είχαν εμφανιστεί στην αγορά τα… Pampers!
Αν και το θέμα, όμως, της αντικατάστασης του Πέτρου Γαρουφαλιά, φαινομενικά υπήρξε η αφορμή για την αντιπαράθεση του βασιλιά Κωνσταντίνου με τον Γεώργιο Παπανδρέου, η όλη αυτή «ιστορία» ήταν ένα προμελετημένο σχέδιο σε βάρος της τότε κυβέρνησης απ’ όσους επιζητούσαν την εύνοια του Παλατιού για προσωπικούς τους λόγους· ο άπειρος τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος έπεσε «θύμα» αυτής της πλεκτάνης, αφού έντεχνα τον έπεισαν ότι η αντικατάσταση του υπουργού Άμυνας Πέτρου Γραρουφαλιά, καθώς και η αλλαγή της ηγεσίας του στρατεύματος, ιδιαίτερα του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού αντιστράτηγου Ιωάννη Γεννηματά, αντιστοιχούσε με πολιτικό… πραξικόπημα, απώτερος στόχος του οποίου θα ήταν η εκθρόνισή του!
Και γιατί ξεκίνησαν όλα αυτά; Γιατί ο Γεώργιος Παπανδρέου ήθελε διακαώς να εξυγιάνει τις Ένοπλες Δυνάμεις από τα «βαρίδια» της ακροδεξιάς. Ταυτόχρονα, ήθελε στο στράτευμα να κάνει κουμάντο η κυβέρνηση κι όχι πια ο βασιλιάς. Έτσι, η κρίση μεταξύ των δύο πολιτειακών φορέων ήταν θέμα ημερών. Ιδιαίτερα, μάλιστα, που στις 21 Ιουνίου 1965, ο Γεώργιος Παπανδρέου ζητεί από τη Βουλή ψήφο εμπιστοσύνης, επιδιώκοντας την ενίσχυση του ρόλου του για την υλοποίηση της απόφασής του να ξεκαθαρίσει την «ήρα από το στάρι» μέσα στο στράτευμα, ξεκινώντας από την αντικατάσταση τόσο του υπουργού Άμυνας όσο και του αρχηγού του ΓΕΣ. Σαφέστα- το δείγμα των προθέσεών του ήταν το κλείσιμο της ομιλίας του στη Βουλή, απ’ όπου διακήρυξε ότι: «ο Στρατός θα εξυγιανθεί και θα ανήκει μόνον εις το Έθνος»!
Πάντως, αυτή ήταν μάλλον και η καταλυτική φράση για τη μετέπειτα πορεία της χώρας. Γιατί, μπορεί τότε ο Γεώργιος Παπανδρέου να πήρε ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά είχε, ουσιαστικά, υπογράψει με το ίδιο του το χέρι την… παραίτησή του, καθώς αυτή η φράση θεωρήθηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους και την αυλή των Ανακτόρων ως «βάναυση προσβολή στο πρόσωπο του Ρυθμιστή του Πολιτεύματος», ο οποίος και δεν θ’ αρνηθεί, φυσικά, την παραίτησή του, στην οποία και τον ωθούσαν μεθοδικά. Κι αν αυτή η παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου άργησε κατά 24 ημέρες να υποβληθεί, αυτό οφείλεται στις έντονες παρασκηνιακές δι- εργασίες, κυρίως, για το ποιος θα μπορούσε να τον διαδεχτεί, αλλά και με ποιον τρόπο. Και το «ποιός;» βρέθηκε στο πρόσωπο του τότε προέδρου της Βουλής, Γεωργίου Αθανασιάδη – Νόβα, το δε «πώς;» κρίθηκε σκόπιμο να είναι η «αποστασία»!
Κι αν όλα τα παραπάνω ήταν η μια όψη του νομίσματος, η άλλη είχε να κάνει με την αντίδραση του Γεωργίου Παπανδρέου στη μομφή που τότε του προσάπτουν για «συνωμοσία» κατά του Στέμματος, καθώς αυτός απάντησε με την απόφασή του ν’ αντικαταστήσει τον Πέτρο Γαρουφαλιά και ν’ αναλάβει ο ίδιος το Υπουργείο Άμυνας, πηγαίνοντας κόντρα και στ’ Ανάκτορα και στους Αμερικανούς. Ιδιαίτερα στους δεύτερους, οι οποίοι ήθελαν τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις να βρίσκονται υπό την επιρροή του Παλατιού, κάτι που ήδη από τον Ιανουάριο του 1965 είχε επισημάνει η ΚΥΠ και είχε δώσει προς τον Γεώργιο Παπανδρέου «αναφορά» για τον ρόλο του Γαρουφαλιά, που επιδίωκε, για λογαριασμό του βασιλιά, να παγιώσει τον έλεγχο του στρατεύματος από τ’ Ανάκτορα και τους Αμερικανούς, με σκοπό ν’ ανατρέψει την κυβέρνηση Παπανδρέου και ν’ αναλάβει ο ίδιος την πρωθυπουργία.
Έτσι, αυτές οι 24 τελευταίες ημέρες αναλώθηκαν στις «πιέσεις» των ανθρώπων του Κωνσταντίνου, αλλά και τις «παραινέσεις» του Αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα, για την αποφυγή της αντικατάστασης του Γαρουφαλιά και του στρα τηγού Γεννηματά, αλλά και στους «ελιγμούς» του Γεωργίου Παπανδρέου, προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του. Μάλιστα, προτείνει στον Πέτρο Γαρουφαλιά να επιλέξει όποιο άλλο υπουργείο επιθυμεί, αλλ’ αυτός του απαντά ότι: «μόνον εάν μου το ζητήσει ο βασιλεύς θα φύγω από τον Υπουργείον Αμύνης»!
Τότε, ο Γεώργιος Παπανδρέου τον διαγράφει από τις τάξεις της Ενώσεως Κέντρου, αλλ’ αυτός παραμένει στο Υπουργείο. Σ’ απάντηση, ο Γεώργιος Παπανδρέου στέλνει στον βασιλιά το Διάταγμα για την ανάληψη του Υπουργείου Άμυνας από τον ίδιο, υπενθυμίζοντας στη συνοδευτική επιστολή του ότι «η κυβέρνησις αντλεί την εξουσίαν από τον λαόν» αλλά ο Κωνσταντίνος τον καλεί σε συνάντηση στην Κέρκυρα, στις 11 Ιουλίου 1965, την επομένη της γέννησης της πριγκίπισσας Αλεξίας, μόνο που και πάλι η άκαμπτη στάση του, εξαιτίας των παραφουσκωμένων σχολίων εναντίον του Παπανδρέου από τους «παρατρεχάμενούς» του, λειτούργησε αρνητικά, οπότε και ο Γεώργιος Παπανδρέου κατάλαβε πως δεν μπορούσε να παραμείνει ως «ένας εξευτελισμένος πρωθυπουργός», όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά σχολίασε, οπότε στις 7 το βράδυ της 15ης Ιουλίου 1965, αμέσως μετά την εκδήλωση της «αποστασίας», πηγαίνει στ’ Ανάκτορα για την κρίσιμη συνάντηση με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, ο οποίος είχε ήδη καλέσει στο γραφείο του τον συνταγματικό του σύμβουλο, καθηγητή Χρήστο Σγουρίτσα, προκειμένου να τηρήσει τις συνταγματικές διατάξεις, ώστε να μην ειπωθεί από τον οποιονδήποτε πως διέπραξε ένα «βασιλικό πραξικόπημα», το οποίο, ουσιαστικά, άλλοι και γι’ άλλους λόγους το είχαν επιμελώς προετοιμάσει.
Η συνάντηση δεν κρατά περισσότερο από δέκα λεπτά της ώρας, με τη συζήτηση να την ανοίγει αμέσως ο Γεώργιος Παπανδρέου και, επικαλούμενος το συνταγματικό δικαίωμα του πρωθυπουργού να επιλέγει και να διορίζει ο ίδιος τους υπουργούς της κυβέρνησής του, ξεκαθαρίζει στον βασιλιά την επιμονή του ν’ αναλάβει το Υπουργείο Άμυνας. Ο Κωνσταντίνος τότε του απαντά με μια και μόνη λέξη: «Αρνούμαι»! Δεν έμειναν τότε παρά τα τυπικά κι αυτά μέσα σε τρεις φράσεις του Παπανδρέου και μόνο δύο του βασιλιά, όπως:
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Μεγαλειότατε, αύριο τότε θα σας υποβάλω εγγράφως την παραίτησίν μου.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ: Άκουσα τα περί παραιτήσεως και τα λαμβάνω υπ’ όψιν μου.
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Αντιλαμβάνομαι τον λόγον διά τον οποίον επείγεσθε διά την παραίτησιν.
ΒΑΣΙλΙΑΣ: Είναι δεδομένη η παραίτησις.
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Καταλαβαίνω τι έχετε κατά νουν, Μεγαλειότατε.
Έτσι, μισή ώρα αργότερα, ο Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας ορκίζεται ως ο πρώτος πρωθυπουργός της «αποστασίας», γεγονός το οποίο ήξερε προτού ο Γεώργιος Παπανδρέου υποβάλει προφορικά την παραίτησή, αφού γραπτά δεν την υπέβαλε ποτέ! Δύο σχεδόν ώρες μετά, στις 10 το βράδυ τη 15ης Ιουλίου 1965, μεταδόθηκε το πρώτο ραδιοφωνικό διάγγελμα του νέου «δοτού» πρωθυπουργού: «Αδόκητος εξέλιξις της πολιτικής καταστάσεως ωδήγησαν εις διάστασιν τον κ. Παπανδρέου προς το Στέμμα. Απέβησαν, δυστυχώς, άκαρποι αι εκκλήσεις και του βασιλέως και όλων ημών όπως αποφευχθή η κρίσις. Κατόπιν τούτου, ο βασιλεύς μού έδωσεν εντολήν σχηματισμού νέας κυβερνήσεως εκ της Ενώσεως Κέντρου. Η επιλογή μου σκοπόν έχει να υπογραμμίση την σταθεράν απόφασιν του ανωτάτου άρχοντος όπως συνεργασθή αρμονικώς με την πλειοψηφίαν της Βουλής και όπως σεβασθή εν παντί και το πνεύμα και το γράμμα του Πολιτεύματος»!
Και δέκα, ακριβώς, λεπτά μετά ακολουθεί το μήνυμα του Γεωργίου Παπανδρέου: «Συνετελέσθη σήμερον η παραβίασις του Πολιτεύματος. Η κυβέρνησις του Λαού εξηναγκάσθη εις παραίτησιν. Και εκλήθη να κυβερνήση μία ομάς προδοτών της Ενώσεως Κέντρου. Αλλά δεν συνέβη μόνον παραβίασις του Πολιτεύματος. Συνέβη επίσης και διακωμώδησις. Ο τρόπος της καταλήψεως της αρχής από την κυβέρνησιν των ανδρεικέλων έχει προσλάβει τον χαρακτήρα φαιδρού πραξικοπήματος. Εις τα ανάκτορα ενήδρευεν ο ακατονόμαστος πρόεδρος, για να ορκισθή αμέσως μετά την αναχώρησίν μου. Και ωρκίσθη χωρίς την ιδικήν μου παρουσίαν, κατά παράβασιν της κοινοβουλευτικής τάξεως. Και οι νέοι υπουργοί του βασιλέως ανέλαβον χωρίς την παρουσίαν των υπουργών του Λαού. Καταγγέλλω προς τον δημοκρατικόν κόσμον της χώρας την ομάδα των προδοτών και τον καλώ εις πάνδημον ειρηνικήν εκδήλωσιν εναντίον της προδοσίας. Και του παρέχω την διαβεβαίωσιν ότι θα επανέλθω- μεν, διότι ημείς εκφράζομεν την θέλησιν του κυρίαρχου Λαού. Αρχίζει από σήμερον νέος ανένδοτος αγών υπέρ της Δημοκρατίας».
Κάτω, λοιπόν, απ’ όλο αυτό το θολό πολιτικό τοπίο, κανένας δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα το πώς και το γιατί φτάσαμε στο στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Από τη μια, δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι, αν ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν επέμενε στην αντικατάσταση του Πέτρου Γαρουφαλιά, θα παρέμενε πρωθυπουργός για πολύ ακόμη και ίσως να είχε αποτραπεί η δικτατορία των συνταγματαρχών. Από την άλλη, πολλοί εκτιμούν πως οι «αποστάτες» έδωσαν «γην και ύδωρ» στο Παλάτι και στους Αμερικανούς, γι’ αυτό και δεν μπόρεσαν ν’ αποτρέψουν την επιβολή της χούντας. Μάλιστα, κάποιοι θεωρούν πως αυτοί ήσαν εκείνοι που όχι μόνο «κουκούλωσαν» το σαμποτάζ στον Έβρο και «γλίτωσαν» τον αντισυνταγματάρχη τότε (1965) Γεώργιο Παπαδόπουλο από το ενδεχόμενο της φυλακής, αλλά αυτοί τον προήγαγαν σε συνταγματάρχη και τον τοποθέτησαν στο Γραφείο Ψυχολογικού Πολέμου στο Πεντάγωνο, μια θέση – κλειδί για την επίτευξη των σχεδίων του.
Εξάλλου, αυτοί του είχαν «στρώσει και το χαλί» για να πατήσει, αφού είχαν μετακινήσει από την Περιφέρεια στην Αττική επίλεκτες Μονάδες του Στρατού, τις οποίες και χρησιμοποίησε για να επιβάλει τη δικτατορία του. Κι αυτό, γιατί την κρίσιμη εκείνη εποχή, ο τότε αρχηγός ΓΕΣ αντιστράτηγος Ιωάννης Γεννηματάς, με εντολή του υπουργού Άμυνας Πέτρου Γαρουφαλιά, προκειμένου να φανούν πιο πειστικοί για τον κίνδυνο που διέτρεχε το Στέμμα, πίσω από την πλάτη του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, είχαν δώσει διαταγές για μετακινήσεις αρκετών επίλεκτων στρατιωτικών Μονάδων στην Αττική, ισχυριζόμενοι πως το έκαναν «για την προστασία των Ανακτόρων»!