Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης
Πριν από αρκετά χρόνια, στο περιθώριο μιας δημόσιας διαβούλευσης ενός μαρουσιώτικου συλλόγου πάνω σε κυκλοφοριακή μελέτη του Δήμου για την περιοχή του, ένας από τους εμπειρότερους δημοτικούς συμβούλους της πόλης μού είχε αναφέρει σε σύντομη συνομιλία μας μια πικρή αλήθεια: «Πώς να φτιάξουμε σωστές και λειτουργικές κυκλοφοριακές μελέτες φίλε μου, όταν οι πόλεις μας έχουν οδικό δίκτυο από την εποχή που ήταν ακόμη… χωριά και κοινότητες και το οποίο καλείται να υποδεχθεί δεκάδες χιλιάδες περισσότερα αυτοκίνητα από την εποχή εκείνη; Είναι αδύνατον. Μόνο “μπαλώματα” και ρυθμίσεις μπορούμε να κάνουμε, μήπως και ανακουφίσουμε ορισμένα φορτισμένα σημεία». Προφανώς, αυτή είναι η αλήθεια. Και στην πολιτική οι αλήθειες δύσκολα λέγονται προς τα έξω, ειδικά όταν είναι σκληρές.
Το ίδιο ισχύει και στο θέμα της Πολιτικής Προστασίας στην Αττική κι όχι μόνο. Η άναρχη και ανεξέλεγκτη δόμηση και η παρεπόμενη έλλειψη επαρκών υποδομών, ειδικά σε περιοχές όπως τα βόρεια και τα ανατολικά προάστια που γιγαντώθηκαν από τη μαζική «εσωτερική μετανάστευση» της οικονομικής ευμάρειας των δεκαετιών του ’90 και έως το 2010, αλλά και τα κακώς κείμενα του παρελθόντος σε υποβαθμισμένες περιοχές της δυτικής πλευράς του λεκανοπεδίου, είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχουν περιοχές έρμαια των διαθέσεων του νερού, του ανέμου και της φωτιάς.
Οι πολύνεκρες τραγωδίες σε Μάνδρα και Μάτι, αλλά και τα… «θεαματικά» που ζήσαμε με το ρέμα Σαπφούς στο Μαρούσι, στο Χαλάνδρι, ακόμη και στο κέντρο της Αθήνας, με τις νεροποντές, κορύφωσαν τον προβληματισμό. Όπως θα διαβάσετε στο παρόν φύλλο, οι αρμόδιοι πολιτικοί παράγοντες προσπαθούν να πείσουν ότι έχουν τον κατάλληλο σχεδιασμό και τη βούληση να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο. Έρχονται, όμως, οι επιστήμονες να αποτυπώσουν τη σκληρή πραγματικότητα: «Η ενημέρωση και η πρόληψη, με βάση και τα νέα κλιματικά δεδομένα, είναι αυτές που θα σώσουν ζωές, διότι η εκτεταμένη παρέμβαση σε επίπεδο υποδομών είναι σχεδόν αδύνατη». Να το πούμε έτσι όπως το λέμε μεταξύ μας στις παρέες; Θα χρειαζόταν να… «ανατιναχτεί» το λεκανοπέδιο και να χτιστεί από την αρχή, για να μπορούσε να αλλάξει η κατάσταση.
Όσο αυτό είναι αδύνατον, τουλάχιστον οι κατά τόπους παρεμβάσεις θα πρέπει να προχωρούν και όχι να τελματώνουν ανάμεσα σε πολιτικές επιδιώξεις και σκοπιμότητες ή δημιουργία εντυπώσεων. Και παράλληλα, να περάσουμε σε ένα νέο επίπεδο εκπαίδευσης του μαθητή και του πολίτη, ώστε να είναι ενήμερος, να ξέρει πώς να προστατευτεί, τι να αποφύγει και πού να απευθυνθεί, εφόσον υπάρχουν αντίξοες περιβαλλοντικές συνθήκες στην περιοχή του.
Αλλά για όλα αυτά, απαραίτητος όρος και συνθήκη είναι να υπάρχει συνεργασία όλων των βαθμών αυτοδιοίκησης και πραγματική πολιτική χάραξη από το κεντρικό κράτος, με την παροχή πόρων και θέσπιση σοβαρών νομοθετημάτων προστασίας του περιβάλλοντος και ορθής οικιστικής ανάπτυξης. Τουλάχιστον να ζουν υπό ασφαλέστερες συνθήκες στο μέλλον τα παιδιά μας και όχι να θρηνούμε ανθρώπινες ζωές και υλικές ζημιές σε κάθε ακραίο καιρικό φαινόμενο.