Editorial – Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης – Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 1/07/2023
Την ώρα που ξεκινούσα να γράψω μια μετεκλογική αποτίμηση της νέας Βουλής που σχηματίζεται, με τα οκτώ κόμματα και την «κολοβή» αξιωματική αντιπολίτευση, έπρεπε να αλλάξω πλεύση, καθώς ο Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωνε την παραίτησή του από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Μπορεί ο ίδιος να δήλωσε ότι χρειάστηκαν τρία 24ωρα σκέψης στο μαξιλάρι του, ώστε να πάρει την τελική (και ιστορική, όπως και να το κάνουμε) απόφαση, ωστόσο ας μην κρυβόμαστε, το θέμα είχε λυθεί με τη νέα εκλογική καταβαράθρωση του κόμματος το βράδυ της Κυριακής 25 Ιουνίου.
Ο κύκλος Τσίπρα (τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα – στην πολιτική όλα είναι πιθανά και εφικτά μελλοντικά), όντως έκλεισε, όπως είπε και ο ίδιος, επιλέγοντας να σταθεί στα επιτεύγματα, σύμφωνα με την οπτική του, της διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ, αρκετά από τα οποία, βέβαια, παίρνουν αρκετό «νερό». Ειδικά η φράση του περί «ιστορικής» Συμφωνίας των Πρεσπών, θα γίνει και αυτή «ιστορική» και θεωρούμε ότι θα έχει έτι περαιτέρω δυσμενείς επιπτώσεις για το κόμμα, ειδικά στην Βόρεια Ελλάδα.
Τι δεν είπε ο Αλέξης Τσίπρας, όμως;
Δεν αναφέρθηκε στη μη πραγμάτωση της «κατάργησης του μνημονίου με έναν νόμο κι ένα άρθρο». Δεν αναφέρθηκε στο δημοψήφισμα και το «κρέμασμα» της λαϊκής βούλησης, το οποίο συνέβαλε εν πολλοίς στην απονεύρωση της μαζικής ακτιβιστικής Αριστεράς, η οποία ολοκληρώθηκε κατά την πανδημία. Δεν αναφέρθηκε στα capital controls και τις τραγικές στιγμές που έζησε ένας ολόκληρος λαός, ο οποίος εν μια νυκτί βρέθηκε σε συνθήκες που προσομοίαζαν με πολέμου, με αποτέλεσμα την κατατρομοκράτησή του για το μέλλον του, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να επανεκλεγεί το 2015 εφόσον δεν τόλμησε τη «ρήξη» που ο ίδιος ευαγγελιζόταν στο (ευρύτατο μέχρι τότε) ακροατήριό του.
Δεν αναφέρθηκε στην αταίριαστη συνεργασία με τους υπερσυντηρητικούς ΑΝΕΛ και την εντελώς λαϊκίστικη συμπεριφορά τους, προκειμένου να διατηρηθεί στην εξουσία. Δεν αναφέρθηκε στην πλήρη «αφωνία» του ΣΥΡΙΖΑ στους πρωτοφανείς κοινωνικούς αποκλεισμούς κατά την πανδημία ή το «ακαταδίωκτο» της επιτροπής εμπειρογνωμόνων. Στην αμφιλεγόμενη μεταναστευτική πολιτική, που οδήγησε σε κοινωνική και πολιτική ένταση. Στην αδυναμία, απροθυμία ή υποτονικότητα άρθρωσης δυναμικού λόγου μπροστά στα κύματα ακρίβειας, της πολιτικής των επιδομάτων, της αστυνομικής βίας, του τρομερού δυστυχήματος των Τεμπών.
Όλα τα παραπάνω και ακόμη περισσότερα, οδήγησαν από πολλούς δρόμους, στο ίδιο αποτέλεσμα: Άμβλυναν σε πολύ μεγάλο βαθμό την εμπιστοσύνη του λαού στις αριστερές δυνάμεις του τόπου. Κι αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης στον ΣΥΡΙΖΑ (αλλά ούτε και στο ΠΑΣΟΚ κατ’ επέκταση, όπως αποδείχθηκε στις 25 Ιουνίου) εκφράστηκε, κατά την ταπεινή μου άποψη, με έναν τρόπο: Την τεράστια αποχή. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι όσοι συνειδητά επέλεξαν να μην προσέλθουν στις κάλπες είναι πολίτες που κάποτε ασπάζονταν τις ιδέες της Αριστεράς και τελικά απογοητεύτηκαν πλήρως. «Εγώ Ν.Δ. και Μητσοτάκη δεν ψηφίζω με τίποτα, αλλά και τι να ψηφίσω; Τσίπρα ή Ανδρουλάκη;». Ας είμαστε ειλικρινείς, πόσες φορές τον τελευταίο χρόνο ακούσαμε αυτή τη φράση σε συζητήσεις με οικείους ή φίλους μας; Η Αριστερά της χώρας οδηγήθηκε σε τέλμα και καχυποψία, κατά τα ψέματα…
Ο κύκλος έκλεισε, λοιπόν, θα κριθεί οριστικά από τον ιστορικό του μέλλοντος και ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος έφερε ένα κόμμα από το 4% στην κυβέρνηση και έγινε πρωθυπουργός της χώρας, «ο πρώτος αριστερός», όπως ο ίδιος είπε κατά τη δήλωση παραίτησής του, μένει στη συνείδησή μας ως ένα ιδιαίτερο και εξαιρετικά ενδιαφέρον σημείο αναφοράς στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας. Το αν ο κύκλος θα ανοίξει ξανά στο μέλλον, μένει να φανεί. Η πρόκληση στο «εδώ και τώρα», όμως, για τον αριστερό χώρο είναι απαιτητική και δύσκολη και το ζητούμενο είναι να αρθεί στο ύψος της.