Editorial – Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης
Bullying εντός κι εκτός σχολείου, αποξένωση, ελλειμματική οικογενειακή επικοινωνία, ελεύθερος χρόνος μπροστά σε κινητά, tablet, laptop, pc, τηλεόραση, υποχώρηση της ανάγνωσης βιβλίων και δημιουργικού παιχνιδιού, υπερφόρτωση εξωσχολικών δραστηριοτήτων, σχολεία πολλών ταχυτήτων ακόμη και εντός της ίδιας τάξης… Ορισμένα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα σύγχρονα παιδιά, από τις μικρές κιόλας ηλικίες. Προβλήματα που μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, τα βλέπουμε να γιγαντώνονται, με ελάχιστη παρέμβαση από το κράτος, σε επίπεδο ψυχο-κοινωνικής πρόνοιας.
Τα πράγματα επιδεινώθηκαν παγκοσμίως λόγω της πανδημίας. Τα παιδιά κλείστηκαν στο σπίτι, τα σχολεία υπολειτούργησαν και όταν άνοιξαν ξανά πλήρως, οι αυστηροί υγειονομικοί κανόνες διαμορφώνουν ένα πιο «ζόρικο» τοπίο. Παράλληλα, τα οικονομικά προβλήματα για χιλιάδες οικογένειες έγιναν ακόμη μεγαλύτερα, με όλες τις εσωτερικές εντάσεις, πιέσεις και αλλαγές αυτό συνεπάγεται.
Αυτή τη φορά, η ελληνική Πολιτεία διέγνωσε ορθά την κατάσταση και προχώρησε σε μια απόφαση που, φυσικά, θα έπρεπε να έχει ληφθεί εδώ και πολλά χρόνια: Το υπουργείο Παιδείας αποφάσισε να προσλάβει 2.800 ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Την ίδια στιγμή, κινήσεις όπως αυτή της πιλοτικής δημιουργίας «Μονάδας Ψυχολογικής Υποστήριξης Σχολικής Κοινότητας» στον Δήμο Πεντέλης, την οποία προανήγγειλε η υφυπουργός (Ψυχικής) Υγείας Ζωή Ράπτη, αποτελεί ένδειξη κεντρικής επιλογής να βάλει στον εκπαιδευτικό χάρτη τις υπηρεσίες ψυχολογικής και κοινωνικής υποστήριξης, γεγονός που πιστώνεται στο ενεργητικό της κυβέρνησης.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν και άνοιξε το πρώτο πανεπιστημιακό τμήμα Ψυχολογίας στο Ρέθυμνο (του οποίου έχω την τιμή να είμαι απόφοιτος), μέχρι και σήμερα, πέρασαν τρεις χαμένες δεκαετίες στον τομέα της δημόσιας σχολικής ψυχο-κοινωνικής υποστήριξης, ένα τεράστιο γόνιμο «χωράφι» που παρέμενε «ακαλλιέργητο» από τις κοινωνικές επιστήμες. Κάλλιο αργά παρά ποτέ, θα πει κανείς, αλλά ασφαλώς αυτό δεν είναι κάτι που κολακεύει ένα κράτος που πασχίζει να χαρακτηριστεί ως «σύγχρονο» και «ευρωπαϊκό».
Ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι η προσπάθεια αυτή θα είναι οργανωμένη και στελεχωμένη με τέτοιο τρόπο, σε σημείο που οι 2.800 ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί να εκπληρώσουν τους στόχους για τους οποίους προσλαμβάνονται, ώστε ο αριθμός να πληθύνει και να επεκταθεί και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, εκεί που τα προβλήματα εντείνονται και μεγιστοποιούνται.