Απόσταση μεταξύ των ζητούμενων από τη ΓΣΕΕ και όσων είναι διατεθειμένοι να δώσουν οι εργοδοτικοί φορείς προέκυψε κατά την πρώτη συνάντηση και διαπραγμάτευση για τη νέα Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, μεταξύ της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών οργανώσεων (ΣΕΒ, ΓΣΒΕΕ, ΕΣΕΕ).
Οι εργοδοτικές οργανώσεις και κυρίως ο ΣΕΒ εκτίμησαν ότι τα 800 ευρώ ως εναρκτήριος μισθός είναι δυσβάστακτο για τις περισσότερες επιχειρήσεις σε περίοδο δεινής κρίσης και «λουκέτων».
Από τη ΓΣΕΕ ζητήθηκε ουσιαστική αύξηση των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων ώστε να ανακουφιστούν τα κατώτατα εισοδηματικά στρώματα και εν συνεχεία μια ικανοποιητική αύξηση για όλους τους εργαζομένους», όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά από ανθρώπους της Συνομοσπονδίας που ανέπτυξαν και πρόταση για νέο μοντέλο ανάπτυξης, που θα στηρίζεται στην ενίσχυση των μισθών, στην αύξηση της ζήτησης και της κατανάλωσης και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Οι εργοδοτικές οργανώσεις δεν απέρριψαν μεν την πρόταση για αξιοσημείωτη αύξηση του βασικού μισθού, αλλά κράτησαν επιφύλαξη «για το πώς μπορεί να λειτουργήσει μια μεγάλη αύξηση των εισαγωγικών μισθών και ημερομισθίων, χωρίς να πυροδοτήσει τεράστιες αυξήσεις κόστους, τέτοιες, που δεν μπορεί καμία επιχείρηση να αντέξε » όπως έλεγαν μετά τη συνάντηση στον ΣΕΒ, όπου επεσήμαιναν πάντως το πολύ καλό κλίμα μέσα στο οποίο αυτή έλαβε χώρα. Η νέα, πιο ουσιαστική επαφή των δύο πλευρών θα γίνει στις 2 Φεβρουαρίου.
«Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα όπου, λόγω του χαμηλού πρώτου μισθού, το 14% των πτωχών είναι ταυτόχρονα και εργαζόμενοι. Αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί και να διορθωθεί» είπε μετά τη συνάντηση ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ κ. Ι. Παναγόπουλος, ενώ επανέλαβε τη βασική διεκδίκηση των εργαζομένων, που είναι η ενίσχυση του βασικού μισθού και κατόπιν διαπραγματεύσεις για το ποσοστό της αύξησης, που αποτελεί τον πιλότο για ευρύτερες αυξήσεις σε όλους τους κλάδους και σε όλους τους τομείς της οικονομίας.