Μια ανάλυση του Ηλία Κωνσταντινίδη, στα θετικά ή αρνητικά της επικοινωνιακής παρουσίας τους, ενόψει της εκλογικής αναμέτρησης της προσεχούς Κυριακής
Πολύς λόγος γίνεται και θα γίνεται όσο πλησιάζουμε στις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου, για τις επικοινωνιακές κατευθύνσεις που έχουν οι πολιτικοί αρχηγοί, ποια είναι η δημόσια εικόνα τους, πόσο αποτελεσματική είναι και πόσο θα επηρεάσει την άποψη των ψηφοφόρων.
Το φαινόμενο δεν είναι νέο. Ανέκαθεν οι εκλογές δημιουργούσαν αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της περιέργειας για τις τεχνικές της επικοινωνίας και του imagemaking, τις οποίες συνόδευαν φήμες, υπονοούμενα, παρασκήνιο και το απαραίτητο αλατοπίπερο για «τις διαφημιστικές μεθόδους της αμερικανικής Μάντισον Άβενιου», όπως έλεγε και αείμνηστος κεντρώος πολιτικός πριν από αρκετά χρόνια.
Βέβαια από τότε κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι. Η επικοινωνία έπαψε να μπερδεύεται με τις καθαρόαιμες διαφημιστικές τεχνικές που χρησιμοποιεί κάθε κόμμα προκειμένου να προβάλει τα δικά του «μοναδικά» χαρακτηριστικά. Καμιά φορά τα προβάλλει, καμιά φορά όχι και τόσο ξεκάθαρα. Η «ταύτιση» και τελικά η δράση υπέρ ενός κόμματος εξαρτάται από πολλές επιμέρους παραμέτρους.
Πολλές φορές γίνεται το εξής λάθος. Ο σύμβουλος Επικοινωνίας ενός πολιτικού φορέα ασχολείται μόνο με τη διαμόρφωση της εικόνας του επικεφαλής ή μόνο με τη διαμόρφωση της εικόνας του προφίλ του κόμματος. Ο αρχηγός αποτελεί φυσικά σημαντική παράμετρο του προφίλ του κόμματος, αλλά εξίσου σημαντικό είναι και αυτό που διαχέει ο ίδιος ο πολιτικός σχηματισμός ως συλλογική δράση.
Χωρίς επαγγελματική επικοινωνιακή υποστήριξη, ένα κόμμα θα επιτύχει το σκοπό του; Θεωρητικά θα κάνει έναν προεκλογικό αγώνα. Αν όμως λείπουν τα μηνύματα, η στρατηγική, η οργάνωση, η σωστή τέλεση εκδηλώσεων, οι ομιλίες είναι χωρίς έμπνευση, αν τα διαφημιστικά σποτ δεν συμβαδίζουν με τη συνολική εικόνα του προέδρου ή του αρχηγού του συγκεκριμένου κόμματος, τότε δεν θα μπορέσουμε να μιλήσουμε για προεκλογική εκστρατεία ουσιαστική και με περιεχόμενο «ενθύμησης».
Κι αν ένα κόμμα ξέρει τι πρέπει να γίνει, ο έμπειρος σύμβουλος θα προτείνει και το πώς πρέπει αυτά να γίνουν.
Δεν υπάρχουν γενικές κατευθύνσεις σε ό,τι αφορά την επικοινωνία. Διαμορφώνονται ενέργειες, οι οποίες είναι κομμένες και ραμμένες στον κάθε πολιτικό φορέα και τον εκάστοτε αρχηγό του.
Υπάρχουν βέβαια συνολικότερες πρακτικές, οι οποίες αποτελούν βασικές προϋποθέσεις επίτευξης στόχων, όπως ότι οι ενέργειες που θα επιλεγούν πρέπει να διακρίνονται από καλαισθησία, τα έντυπα πρέπει να προσεγμένα, οι επιστολές καλογραμμένες, οι ομιλίες να δημιουργούν ενθουσιασμό κ.λπ.
Παράλληλα και για να μην περιμένουμε θαύματα, η σχηματοποίηση της σωστής εικόνας απαιτεί χρόνο, που η στενή προεκλογική περίοδος δεν τον προσφέρει. Για καλύτερα αποτελέσματα η επικοινωνία του υποψηφίου πρέπει να έχει ξεκινήσει αρκετό χρόνο πριν. Να έχει αρχίσει να εκφέρεται ο λόγος. Να έχει αρχίσει να σχηματοποιείται η επιθυμητή εικόνα. Να έχει ισχυροποιήσει τα θετικά γνωρίσματα και να έχει αμβλύνει τις επικοινωνιακές τριβές.
Η δημιουργία νέων κομμάτων ή η ενδεχόμενη είσοδος στη Βουλή κομμάτων που αναδείχθησαν εντελώς πρόσφατα, «ανακατεύει την τράπουλα». Δημιουργεί κινητικότητα στα κόμματα, προβληματισμό, αναθεωρήσεις πρακτικών, μελέτες, κ.λπ. Παράλληλα επαναφέρει στο προσκήνιο την έννοια των συνεργασιών, συνεπικουρούμενη και από την αντίληψη των ψηφοφόρων ότι δεν επιθυμούν πλέον μονοκομματικές κυβερνήσεις.
Αυτό αποδεικνύει δυστυχώς ότι όπως συμβαίνει και στη δραστηριότητα επιχειρήσεων, οργανισμών κ.λπ., καμιά φορά τα απλούστερα των πραγμάτων, αν δεν μεσολαβήσει ο κοινός νους μπορεί να αποδειχθούν κρίσιμα και αναλόγως του μεγέθους τους καταστροφικά…
Βέβαια η επικοινωνία δεν παράγει πολιτική. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να υποκαταστήσει τα επιχειρήματα, τις προτάσεις, τη διάθεση του υποψηφίου να φανεί χρήσιμος και να είναι αποτελεσματικός. Επειδή όμως η δύναμη της εικόνας του κάθε αρχηγού έχει «ενθυμητικά χαρακτηριστικά», χρέος του είναι αυτό που «βλέπει» ο ψηφοφόρος να είναι πρώτα απ’ όλα θετικό και δεύτερον θετικά ανταγωνιστικό απέναντι στους «αντιπάλους» του.
Οι πολιτικοί αρχηγοί, δίνουν βέβαια το έναυσμα. Τα μηνύματά των κομμάτων διαθέτουν πολλούς πολλαπλασιαστές της Κοινής Γνώμης, είναι δομημένα με στρατηγική, είναι μελετημένα. Στηρίζονται όμως και στα ιδιαίτερα ατομικά γνωρίσματα των αρχηγών τους, στα ισχυρά τους σημεία, στο παρελθόν τους και στην προσωπικότητά τους. Φυσικά μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν.
Αυτό στο οποίο μπορούν οι επικοινωνιακές διαδικασίες να τους βοηθήσουν, πέραν από τις έννοιες πρωτοτυπία, καινοτομία, φαντασία, είναι να τους κάνουν να προσεγγίσουν τους ψηφοφόρους αποτελεσματικά, έχοντας χρησιμοποιήσει τις πραγματικές τους ικανότητες και αλήθειες.
Η επικοινωνία δεν είναι κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Με την έννοια ότι μια επικοινωνιακή τεχνική δεν μπορεί να δημιουργήσει χαρακτήρα και εικόνα για ένα κόμμα, ή για έναν πολιτικό αρχηγό. Ο κάθε πολιτικός έχει τα δικά του γνωρίσματα, τα μοναδικά του γνωρίσματα που δομούν την προσωπικότητά του και αυτά και μόνο πρέπει η επικοινωνία να εντοπίσει και ν’ αναδείξει, αμβλύνοντας φυσικά τις αιχμηρές γωνίες που ενδεχόμενα, δημιουργήσουν πρόβλημα.
Τα κόμματα μπορεί να κουράζουν τους ψηφοφόρους, ή μπορεί να τους απογοητεύουν. Ενδεχομένως σε κάποιες περιπτώσεις -σπανιότερα- μπορεί και να τους ενθουσιάζουν. Μπορεί επίσης να τους διαψεύδουν στις προσδοκίες τους, να τους αγνοούν σε συγκεκριμένες στιγμές κ.λπ. Τα κόμματα συνεπώς πρέπει αυτοκριτικά να γνωρίζουν τα «μελανά» τους σημεία και να επιδιώκουν την αντιστροφή της όποιας αρνητικής γνώμης γι’ αυτά.
Γενικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ψηφοφόροι εμπιστεύονται απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, που ξέρουν τα καθημερινά προβλήματα, υφίστανται τις ίδιες ταλαιπωρίες, αγωνιούν για τα ίδια πράγματα. Οι πολιτικοί οφείλουν να μιλούν απλά, κατανοητά, χωρίς «δημιουργική ασάφεια» αλλά και χωρίς υποσχεσιολογία, που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι χωρίς αντίκρισμα.
Ας δούμε τα χαρακτηριστικά του κάθε πολιτικού αρχηγού και τα θετικά ή αρνητικά της επικοινωνιακής παρουσίας του: