Η βραβευμένη συγραφέας Ιωάννα Καρυστιάνη μας αποκαλύπτει τον άνθρωπο πίσω από την τέχνη, σε μια συζήτηση – εξομολόγηση γεμάτη αλήθεια.
Φιλόξενη, σεμνή, ανθρώπινη, με όνειρα, αγωνίες και ματαιώσεις, η Iωάννα Καρυστιάννη, είναι μία καλλιτέχνης που δεν μπορείς να προσπεράσεις. Τιμημένη με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος δύο φορές, (1998 & 2007), και με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (2000), έχει γράψει το σενάριο της ταινίας «Νύφες» και τη σεναριακή προσαρμογή του μυθιστορήματός της «Μικρά Αγγλία». Διαμάντια και τα δύο του σύγχρονου κινηματογράφου, με σκηνοθέτη τον συνοδοιπόρο της στη ζωή (40 χρόνια και άνω) σύζυγό της Παντελή Βούλγαρη, με τον οποίο έχουν δύο παιδιά. Τη συναντήσαμε στο σπίτι του ζευγαριού στο Μαρούσι και ξεκινήσαμε τη συζήτησή μας από το τελευταίο της μυθιστορηματικό έργο: Το Φαράγγι (εκδόσεις Καστανιώτη 2015). Ήρωες του Φαραγγιού… οι επτά Λιόδηδες… μιας κάποιας ηλικίας, από την ίδια μήτρα αλλά με διαφορετικά βιώματα. Μια μαγιάτικη μέρα θα βρεθούν για μια βόλτα στο σφακιανό φαράγγι. Το βάρος της εκμυστήρευσης ενός καλά κρυμμένου μυστικού και ένας όρκος σιωπής που έχει δοθεί, αναδύονται και η σημασία της μίας ή της άλλης επιλογής γίνεται ένα ζήτημα – αφορμή για μία διεισδυτική ματιά στα βάθη της ψυχής μας!
«Τα 7 Καρυστιαννάκια και οι 7 Λιόδηδες»
Την αρχική απόφαση για μία επίσκεψη στο φαράγγι την είχαμε συζητήσει με τ’ αδέλφια μου το 1998. Μία επίσκεψη μόνοι μας τα επτά Καρυστιαννάκια. Η εκδρομή αυτή δεν έγινε ποτέ. Η ιδέα όμως είχε καρφωθεί στο μυαλό μου και άρχισα να κάνω αναδρομικές ημερολογιακές καταγραφές: ό,τι θυμόμουν από τα παιδικά, εφηβικά και νεανικά χρόνια, ό,τι νόμιζα πως άξιζε σε σχέση με την οικογένεια. Κάπως έτσι άρχισα να απομακρύνομαι από τον οικογενειακό ρεαλισμό και ξεκίνησα τα πετάγματα στη μυθοπλασία. Άρχισα να φτιάχνω τους επτά ήρωες του ‘‘Φαραγγιού’’ με πολύ υλικό φαντασίας και ταυτόχρονα με στοιχεία της πραγματικότητας που βίωνα γύρω μου. Το 2010 βρέθηκα να έχω μία βαλίτσα χειρόγραφα με κεφάλαια γραμμένα και πολλές υποσημειώσεις. Πήρα λοιπόν την απόφαση για το βιβλίο.
«Ο χαμός των γονιών μου & τα μνημόνια»
Εκείνη την εποχή είχα χάσει τους γονείς μου. Ένιωθα συντετριμμένη. Τούς λάτρευα. Όταν έφυγαν, αρπάχτηκα από το ‘‘Φαράγγι’’ γιατί είχε αρχίσει και ο καιρός ο σκεπτικός να γίνεται αστραπροβρόντι. Είχαν έρθει τα μνημονιακά χρόνια. Άρχισα να βλέπω να συσσωρεύονται δραματικά προβλήματα γύρω μου. Το μπλοκάκι, αντί για λογοτεχνικές φράσεις μάζευε αιτήσεις φίλων για δανεικά, ονόματα φίλων που περνούσαν στην ανεργία… Η πραγματικότητα αυτή έπρεπε αναπόφευκτα να υπάρχει στο βιβλίο αλλά δεν ήθελα να το μονοπωλεί, να είναι ένα βιβλίο πολιτικό. Ήθελα να είναι ανθρωποκεντρικό, όπως όλα μου τα βιβλία!
«Δεν με ενδιαφέρει η ‘‘πιασάρικη’’ λογοτεχνία»
Το ‘‘Φαράγγι’’ επιχειρεί τον στοχασμό πάνω στη ζωή του κάθε ήρωα. Ούτως ή άλλως δεν μου αρέσουν τα βιβλία που κάνουν ‘νιανιά’ ένα μήνυμα, πάρτε το τώρα και πορευτείτε με αυτό. Πιστεύω ότι ένα μυθιστόρημα, είναι πιο καλό να μην επιβάλλει με ναρκισσιστικό τρόπο την άποψη του καλλιτέχνη. Η κάθαρση μπορεί να μην είναι ταυτισμένη με ένα happy end. Μπορεί να είναι η συνειδητοποίηση κάποιου φοβερού δράματος, η ίδια η συντριβή. Σαν ο ήρωας να κοιτά τον εαυτό του στον καθρέπτη και μέσω του αντικατοπτρισμού να διαπιστώνει τι ακριβώς συμβαίνει. Το ψάχνω… δεν ακολουθώ συνταγές. Αναζητώ κάτι να με ερεθίζει και να εμπεριέχει ρίσκο, ακόμα και εάν είναι να ‘‘σπάσω τα μούτρα μου’’. Αν ήθελα να κάνω πιασάρικα πράγματα, μπορεί να έκανα πιο ελαφριά λογοτεχνία.
Στην απαγορευμένη ζώνη…
Πιστεύω ότι καμιά φορά ο ίδιος ο καλλιτέχνης αισθάνεται ότι θέλει να πάει στην απαγορευμένη ζώνη. Να διερευνήσει τα όρια, τις αντοχές του, να αποδεχτεί τις ανεπάρκειές του ακόμα και να λυγίσει, να νιώσει αδύναμος και ανίσχυρος. Γιατί όταν μπαίνεις σε ένα βιβλίο και αρχίζεις να κάνεις τη ψιλοδουλειά των χαρακτήρων οδηγείσαι σε μία αυτογνωσία που είναι λυτρωτική, αλλά πολλές φορές φέρνει στο φως δικές σου κηλίδες, ανεπάρκειες, ενοχές… είναι μία λεπτεπίλεπτη διεργασία, ισορροπία και ‘‘ανισορροπία’’ στο τέλος.
«Αναζητώ την ανθρωπιά»
Βιβλίο με βιβλίο διαπιστώνω ότι αυτό που με ενδιαφέρει είναι η περισσότερη ανθρωπιά. Αποζητώ όλα τα ελαφρυντικά για τις πράξεις τις πιο δύσκολες, δεν θέλω να λειτουργώ ως εισαγγελέας. Θέλω να μπω στον εσωτερικό κόσμο τον ανθρώπων, να τούς καταλάβω.
«Μπορώ να ταυτιστώ…»
…με αμαξάδες, στις στέπες του Τσέχωφ. Με ανθρώπους πολύ μοναχικούς, πληγωμένους και ακυρωμένους, στις δυτικές πολιτείες που περιγράφει ο Ρέιμοντ Κάρβερ».
«Αυτό που αγαπώ…»
Ανθρώπους αγαπώ αν και έχω δει υπέροχα τοπία. Ένας τόπος όμως δεν είναι απλά ένα καρτοπσταλικό τοπίο. Έχει σχέση με την ανθρώπινη παρουσία. Με το τι έχει συμβεί σε αυτόν τον τόπο. Όλα τα υπόλοιπα ζωγραφίζουν την εικόνα και αξία έχει αυτό που μένει μέσα σου. Σε αγγίζει ή είσαι τουρίστας της ζωής και των τόπων;
Ανεκπλήρωτο όνειρο
Ήθελα να κάνω παλιότερα αλλά έχω παραιτηθεί πια, το ταξίδι του Τσέχωφ. Διέσχισε τη Σιβηρία ως γιατρός για να καταγράψει το ιστορικό δέκα χιλιάδων βαρυποινιτών. Τα ταξίδια όμως που δεν κάνω στην πραγματικότητα, τα κάνω στο μυαλό μου με τον δικό μου τρόπο. Άλλωστε αγαπώ μία Αριστερά και μία Ελλάδα όπως υπάρχει στο κεφάλι μου, οπότε και οι μετωπικές συγκ
ρούσεις γίνονται μέσα στο μυαλό μου.
Εποχή αυτενέργειας
«Η σημερινή πραγματικότητα είναι βίαιη. Προέκυψε απροσδόκητα για τον πολύ κόσμο, καθώς πίστευαν ότι είχαν αποχαιρετήσει οριστικά τη φτώχεια και τον ξενιτεμό στην εποχή των γονιών τους. Νομίζω, παράλληλα, πως είναι σαφές το περίγραμμα όταν βλέπουμε ότι κατεδαφίζεται βίαια το κοινωνικό κράτος και οι εργασιακές σχέσεις ότι λειτούργησαν πάρα πολλές πολιτικές περισσότερο υπέρ των οικονομικών συμφερόντων στην ευρωπαϊκή και τη διεθνή σκηνή, παρά υπέρ των λαϊκών συμφερόντων. Αυτά που βλέπουμε στα ασπόμαυρα ντοκυμαντέρ δεν περίμενε κανείς ότι θα ξημερώσουν στον 21ο αιώνα. Ταυτόχρονα, το προσφυγικό, να μαίνονται οι πόλεμοι στην Ασία και σε κάποιες αφρικανικές χώρες. Αφού η Δύση είχε επωφεληθεί για πολλά χρόνια, απομυζώντας τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους αυτών των χωρών, τώρα δεν είναι διατ
εθειμένη να δεχθεί τις συνέπειες στην αυλή της! Και είναι τουλάχιστον αποκαρδιωτικό να βλέπεις πως η ανθρώπινη ζωή και η ανθρώπινη ύπαρξη μετρούν όλο και λιγότερο. Δεν νομίζω όμως ότι βοηθάει να το βάλουμε κάτω μοιρολατρικά. Πιστεύω ότι σήμερα είναι εποχή αναζήτησης της αυτενέργειας, αναζήτησης συλλογικοτήτων με σθένος και με σαφές νόημα. Πιστεύω όμως ότι προϋπόθεση για να νιώσει κάποιος ότι δικαιούται αξιοπρέπειας και περηφάνειας είναι κάτι να αγαπά. Αντιστέκεσαι εάν αγαπάς, εάν αγωνίζεσαι για κάτι».
«Καιρός για κίνημα των εκπαιδευτικών»
Δεν πηγαίνω πια στο εξωτερικό όταν με καλούν για τα βιβλία μου που μεταφράζονται. Προτεραιότητά μου, και συμβαδίζει με τις αντοχές μου, είναι η Ελλάδα. Πηγαίνω σε Γυμνάσια, Λύκεια και Πανεπιστήμια και μου κάνει καλό γιατί με γειώνει στην πραγματικότητα. Με τα παιδιά θέλω να συζητήσω. Δεν θέλω να δασκαλέψω. Φοβάμαι… Η εκπαίδευση δεν προσανατολίστηκε να εμπνεύσει στα παιδιά τι αξίζει ν’ αγαπούν σ’ αυτόν τον τόπο και να μάχονται να το κρατήσουν. Εκεί χάθηκε ένα παιχνίδι νομίζω. Ήρθε ο καιρός για κίνημα των εκπαιδευτικών!
Το Μαρούσι τότε & τώρα
Γνώρισα το Μαρούσι μένοντας με τον Παντελή στην οδό Ρόδου τη δεκαετία του ‘70. Μετά πήγαμε στα Πατήσια, στο Παλαιό Ηράκλειο, στην Πεντέλη και επιστρέψαμε στο Μαρούσι. Υπήρχαν τότε πολλές όμορφες μονοκατοικίες, όχι μόνον οι αρχοντικές, αλλά και οι πιο ταπεινές, όπου ξεχείλιζαν οι πασχαλιές και τα τριαντάφυλλα. Σημαδεύτηκα εκείνη την εποχή μέσα από τους ανθρώπους που κατοικούσαν στο Μαρούσι: τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Ευγένιο Σπαθάρη, τον Μανώλη Αναγνωστάκη, τον Μίμη Φωτόπουλο, τον Σταύρο Παράβα, ο καθένας διαφορετική προσωπικότητα αλλά φοβερά ερεθιστική και καταπληκτική. Το Μαρούσι τις τελευταίες δύο – τρεις δεκαετίες νομίζω ότι εκσυγχρονίστηκε με έναν αστόχαστο και επιθετικό τρόπο. Τα βόρεια προάστεια θυσίασαν την αίγλη, την αρχοντιά και την ομορφιά τους για να αποκτήσουν επιθετικά γυάλινα
κτήρια. Πιστεύω ότι κάθε γειτονιά, κάθε πόλη πρέπει να υπερασπίζεται την ιδιαιτερότητά της που σημαίνει την αλυσίδα με το παρελθόν της. Πρέπει να επιλέγει τι έχει πεθάνει καθώς ο χρόνος ξεσκαρτάρει, αλλά να δημιουργεί ταυτόχρονα και τις προϋποθέσεις για να νιώθουν οι άνθρωποι ότι είναι η δική τους γειτονιά, η δική τους πόλη.
«Αγαπώ την αντοχή του Παντελή»
Με τον σύζυγό μου σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη, για να είμαστε τόσα χρόνια μαζί… βρισκόμαστε πάνω – κάτω στο ίδιο ‘‘χαντάκι’’! Αγαπώ την αντοχή του, καθώς ο κινηματογράφος είναι μία δαπανηρή τέχνη, που συνήθως φέρνει πολλά χρέη και προβλήματα άγνωστα στον πολύ κόσμο. Οι άνθρωποι μπορεί να νομίζουν ότι όποιος είναι γνωστός έχει λυμένα τα προβλήματά του. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες που ξέρω έχουν μετρημένη ζωή. Αγαπώ στον Παντελή, τη δίψα του να κάνει σινεμά, τα αποθέματα ψυχής του για να αντιμετωπίζει τα βράχια της καλλιτεχνικής κινηματογραφικής διαδρομής.