Με αφορμή το τελευταίο της, πληθωρικό και πολυπρόσωπο μυθιστόρημα «Το χνάρι που δεν έσβησε», η συγγραφέας Νοέλ Μπάξερ εμπιστεύεται στην Αμαρυσία τις σκέψεις της για το «κτίσιμο» ενός καλού βιβλίου.
Με τη Νοέλ Μπάξερ γνωριστήκαμε φέτος για πρώτη φορά στις 16 Απριλίου κατά την παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου της «Το χνάρι που δεν έσβησε» (εκδόσεις Διόπτρα), ένα πληθωρικό πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, γραμμένο με ψυχή και με την ιδιαίτερη χαρακτηριστική γραφή της συγγραφέως που, για μία ακόμη φορά, μπλέκοντας έξοχα τη μυθιστορία με την ελληνική ιστορία, ανιχνεύει τις μύχιες πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Η Νοέλ Μπάξερ γεννήθηκε στην Αθήνα από Ελληνίδα μητέρα και Βρετανό πατέρα, έχει σπουδάσει Ελληνική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Λονδίνο.
Πριν το «Χνάρι που δεν έσβησε», μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί τα μυθιστορήματά της «Από δρυ παλιά κι από πέτρα», «Τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος» και «Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας» από τις εκδόσεις Ψυχογιός, ενώ προηγήθηκε μια σειρά διηγημάτων από τις Εκδόσεις Ανατολικός, με τίτλο «Μια φορά κι έναν καιρό… σήμερα». Η Νόελ Μπάξερ είναι κάτοικος Βριλησσίων και φανατική αναγνώστρια της ΑΜΑΡΥΣΙΑΣ.
Έχετε γράψει τέσσερα βιβλία και ίσως υπάρχει κάποια τεχνική, έστω και υποσυνείδητη. Πείτε μου, σχεδιάζετε για κάποιο χρονικό διάστημα το μυθιστόρημά σας, διαμορφώνετε τους ήρωές του και μετά ξεκινάτε το γράψιμο, ή ξεκινάτε και στην πορεία προκύπτουν οι καταστάσεις και παίρνουν σάρκα και οστά οι ήρωές σας;
Ξεκάθαρα το πρώτο! Δεν θα το άντεχα το δεύτερο, είναι πολύ άναρχο για το δικό μου συγγραφικό οικοσύστημα. Και υψηλού κινδύνου, αφού δεν θα είχα ιδέα για το τέλος, με τι θα καταλήξω. Στην περίπτωσή μου -ο κάθε συγγραφέας όπως ξέρετε έχει το προσωπικό του σύστημα- ισχύει επί λέξει αυτό που περιγράψατε: σχεδιάζω το μυθιστόρημα, διαμορφώνω τους ήρωες και μετά ξεκινώ. Εάν τα μυθιστορηματικά μου πρόσωπα δεν έχουν αποκτήσει την ανάσα τους, τη μυρωδιά τους, δεν μπορώ να ξεκινήσω. Αδυνατώ. Γιατί δεν έχω ανθρώπους να βάλω μέσα στην ιστορία μου, αλλά το περίγραμμα της σκιάς τους. Μα έτσι ούτε οι διάλογοι θα βγουν φυσικοί ούτε οι αντιδράσεις τους λογικές. Εάν δεν έχουν σώμα δεν έχουν φωνή, εάν δεν έχουν ψυχή δεν έχουν χαρακτήρα, ούτε νιώθουν αγωνίες, εάν δεν έχουν νου να συγκρατήσει τη μνήμη τους, τότε δεν έχουν παρελθόν κι είναι μετέωροι. Μ’ αρέσουν οι καλοκτισμένοι χαρακτήρες στις μυθιστορίες. Οι δομημένοι. Οι φυσικοί σαν άνθρωποι. Με αυτόν τον τρόπο η πλοκή κυλάει κι αυτή φυσικά. Έχει λογική ακόμη και στις πιο τρελές ανατροπές, κι ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει την υπόθεση καλύτερα. Συνειδητά λοιπόν επιδιώκω όσο γίνεται πιο αληθινούς ήρωες. Το προσπαθώ κάθε φορά, πριν ξεκινήσω να γράφω, μπορείτε επομένως ίσως να το πείτε τεχνική.
Το ιστορικό πλαίσιο των μυθιστορημάτων σας, το μελετάτε πριν το γράψιμο, ή γράφετε με τη σκέψη ότι «μυθοπλασία είναι, δεν πειράζει αν ξεφύγει και λίγο»;
Αφιερώνω όσο χρόνο κρίνω πως θα χρειαστεί στην ιστορική μελέτη της περιόδου, στην οποία αναφέρεται το μυθιστόρημα και χτίζω το ιστορικό πλαίσιο προσεκτικά. Και στα τέσσερα βιβλία μου ήταν μεγάλο το διάστημα της ιστορικής έρευνας. Ιδιαίτερα στο «Το χνάρι που δεν έσβησε», επειδή έχει να κάνει με νωπές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας. Δεν θέτω χρονικό όριο στην αρχή, πόσο καιρό θα διαρκέσει, θα με περιόριζε τρομερά. Σε αυτό λειτουργώ άναρχα, εδώ ισχύει το όπου με βγάλει η Ιστορία. Μελετώ οργανωμένα και προχωρώ την έρευνα βήμα-βήμα. Τη γνώση τη χωρίζω στα ιστορικά γεγονότα, στο καθαυτό ιστορικό κομμάτι δηλαδή, και στην ατμόσφαιρα της συγκεκριμένης εποχής. Αυτό που λέμε αύρα. Είναι μια αιθέρια αίσθηση η αύρα, προκύπτει σαν απόσταγμα, δεν βρίσκεται πουθενά καταγεγραμμένη σε μια σελίδα. Η αντίληψη των ανθρώπων για τη ζωή, για τον έρωτα κλπ αλλάζει μέσα στα χρόνια. Έχει ομολογουμένως ένα βαθμό δυσκολίας, οι σημερινοί να αφήνουμε στην άκρη τις δικές μας αντιλήψεις και να δεχόμαστε τις ξένες. Να τις υποδεχόμαστε και να τις φιλοξενούμε για όσο διάστημα χρειαστεί για τη συγγραφή.
Η παρουσία της Ιστορίας σε μια μυθιστορία κατά τη γνώμη μου πρέπει, με αυστηρότητα, να είναι τεκμηριωμένα αξιόπιστη και ελεγμένη. Για πολλούς λόγους. Θα αναφέρω εδώ τον έναν που θεωρώ πιο σημαντικό: επειδή η αναφορά της ιστορικής πληροφορίας θα αποτελέσει για κάποιους αναγνώστες γνώση. Και ενδεχομένως για ένα μέρος από αυτούς, μοναδική πηγή γνώσης. Η ευθύνη του συγγραφέα ως εκ τούτου είναι τεράστια. Είναι προσωπικό του μέλημα, αν, κλείνοντας το βιβλίο ο αναγνώστης του, θα φύγει με μια αλήθεια ή με ένα ψέμα.
Μερικοί συγγραφείς λένε ότι πρώτα γράφουν για τον εαυτό τους και μετά για τους αναγνώστες τους. Εσείς τι έχετε να πείτε γι’ αυτό;
Το έχω ακούσει κι εγώ να το λένε, δεν το αντιλαμβάνομαι όμως έτσι. Στην κουβέντα αυτή παίρνω το μέρος του έργου. Νομίζω πως κάθε συγγραφικό έργο καταλήγει αυθύπαρκτο. Αυτός είναι ο προορισμός του. Όντως περνάει μέσα από το φίλτρο της ψυχής και του νου του συγγραφέα, αλλά περνάει και φεύγει, δεν μένει εκεί ένα δυνατό βιβλίο. Ισχύει, πως η διαδικασία της συγγραφής, συχνά είναι ψυχαναλυτική, οπότε σαφώς το μυθιστόρημα που θα προκύψει είναι πασπαλισμένο με την ασημόσκονη, την αστερόσκονη, ή ακόμα και με τη σκέτη σκόνη του συγγραφέα του. Αλλά δεν γράφεται γι’ αυτόν. Γράφεται απ’ αυτόν. Οι αναγνώστες μπαίνουν στο χορό κατόπιν. Ένα μυθιστόρημα δεν γράφεται ή δεν πρέπει να γράφεται καθ’ υπόδειξη. Είναι μια ιδιωτική υπόθεση η συγγραφή κι όχι δημόσια. Είναι γεγονός πως σε ένα σημείο μπροστά του ο συγγραφέας βλέπει το πλήθος των αναγνωστών που περιμένει το βιβλίο του, μάλιστα μπορεί κι αναγνωρίζει συγκεκριμένες ομάδες, αλλά αυτό που θα τους δώσει, έχει το στοιχείο της έκπληξης. Είναι ένα άγνωστο σε αυτούς βιβλίο. Δεν βλέπω τον λόγο γιατί να διαβάσουν ένα βιβλίο που το ξέρουν ή, ακόμα χειρότερα, που το έχουν υπαγορέψει. Γράφεται γι’ αυτούς, αλλά όχι απ’ αυτούς.
Οι ήρωές σας είναι απλοί άνθρωποι, αλλά τους οδηγείτε σε πράξεις ηρωικές, μπορούμε νομίζω να τις πούμε έτσι. Αυτό περιμένετε κι από τους ανθρώπους στη ζωή;
Αυτό βλέπω στη ζωή! Δεν περιμένω το ανέφικτο. Ούτε ψάχνω το ιδανικό, ψύλλους στ’ άχυρα. Δεν χρεώνω τους ήρωές μου με κάτι μη-ανθρώπινο. Γύρω μου διακρίνω μικρούς, μεσαίους και μεγάλους ήρωες. Κανείς τους δεν σπούδασε σε σχολή ηρωισμού. Υπό συγκεκριμένες συνθήκες, από τις οποίες βρίθει η Ιστορία, κάποιοι καθημερινοί άνθρωποι, απλοί και ανώνυμοι στην πλειοψηφία τους, ξεπετάγονται αυθόρμητα μέσα από τον όγκο του πλήθους και κάνουν την υπέρβαση. Στο θέμα αυτό στα μυθιστορήματά μου συνεχίζω την πραγματικότητα, δεν πλέκω χωρίς κουβάρι. Να σημειώσω επίσης πως ο ηρωισμός σε ένα μυθιστόρημα είναι μάλλον συνηθισμένος. Παραδείγματα, ο δικός μας Καραγάτσης και ο ξένος Στάινμπεκ. Η πραγματικότητα σε εξαιρετικές στιγμές της, αποτυπωμένη σε μια μυθιστορηματική κορύφωση. Κάπως έτσι είναι. Τόσο απλό και τόσο γλυκά ανθρώπινο.
Έχετε σκεφτεί ποτέ, ότι η εμβάθυνση στους χαρακτήρες των ηρώων σας, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα κάποιοι από τους αναγνώστες σας να αισθανθούν δυστυχισμένοι από αυτό;
Κανένας μυθιστορηματικός άνθρωπος δεν είναι πανομοιότυπος με έναν πραγματικό. Ισχύει ό,τι και με τα δακτυλικά αποτυπώματα. Κανείς μας δεν είναι ολότελα ίδιος. Ο αναγνώστης θα βρει κοινά, πολλά κοινά σημεία, ενδεχομένως και πάρα πολλά κοινά σημεία, όμως θα υπάρχει πάντα το στοιχείο της διαφοροποίησης. Πρόσφορη δικλείδα ασφαλείας, άμα τη χρειαστεί. Η εμβάθυνση φέρνει πράγματα στην επιφάνεια. Τροφή για σκέψη. Καταδεικνύει επίσης μια διαδικασία σκέψης. Τίποτα από αυτά δεν πληγώνει.
Σας επηρεάζουν οι κριτικές των προηγούμενων βιβλίων σας στη διαμόρφωση των χαρακτήρων των μελλοντικών ηρώων σας;
Και να το ήθελα θεωρητικά, δεν μπορεί να γίνει, γιατί κάθε φορά είναι τελείως άλλοι ήρωες σε μια τελείως άλλη ιστορία. Διαφορετικοί «άνθρωποι», δηλαδή, σε μια «διαφορετική» ζωή. Στο τελευταίο μου «Το χνάρι που δεν έσβησε», έχω βάλει μέσα δύο γκρίζους ήρωες, όπως λέμε στη λογοτεχνία τους χαρακτήρες με λίγη σκοτεινιά, καθώς και μια ηρωίδα που κυριολεκτικά αιωρείται, ένα πλάσμα του μαγικού ρεαλισμού. Θεώρησα την παρουσία τους επιβεβλημένη για να βγει το «σωστό» μυθιστόρημα. Όπως ήθελα να βγει. Δεν ρώτησα κανέναν. Πήρα εν γνώσει μου ένα ρίσκο, αλλά εκείνη την ώρα, της συγγραφής, κυριαρχούσε ο ενθουσιασμός μου. Η συγγραφική λαχτάρα για το καινούργιο και τολμηρό. Ασφαλώς με ενδιαφέρει πολύ η γνώμη των αναγνωστών, διαβάζω με μεγάλη προσοχή κάθε σχόλιο. Με βοηθάει να κατανοώ το πώς λειτουργώ, κι όχι τόσο το πώς να λειτουργώ. Ξέροντάς με, είμαι σίγουρη πως στο επόμενο βιβλίο, θα στήσω πάλι μια ιστορία από την αρχή, στοχεύοντας σε αυτό που είπα προηγουμένως, σε ένα κατά το δυνατόν αυθύπαρκτο έργο.
Ετοιμάζετε κάτι αυτή την εποχή, ή μετά την ολοκλήρωση ενός μυθιστορήματός σας, αφιερώνετε κάποιο διάστημα στον εαυτό σας;
Το αφιερώνω στους ήρωες του βιβλίου που ολοκληρώθηκε και φεύγουν από μένα. Δεν έχουν φωνή οι ίδιοι, νιώθω λοιπόν πως μιλώ γι’ αυτούς. Χρειάζονται αναγνώστες, μόνο έτσι παίρνουν ζωή. Προσπαθώ να τους φέρω σε επαφή. Να ενώσω αναγνώστες και ήρωες. Είμαστε ακόμη μια παρέα η Υπατία, ο Σίλας, η Λεώνη, ο Άγης, …όλη η συντροφιά του βιβλίου, μαζί τους κι εγώ, δεν έχουμε πει το οριστικό αντίο. Θέλει τον χρόνο του. Οι αποχαιρετισμοί δεν είναι το στοιχείο μου.