ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΑΣΟΣ ΜΕΡΓΙΑΝΝΗΣ
«H Βουλή των Ελλήνων εκφράζει και εκπροσωπεί όλο τον Ελληνικό Λαό. Οφείλουμε να κατανοούμε, κάθε στιγμή, την άποψή του. Να ενσαρκώνουμε, κάθε στιγμή, τη βούλησή του. Να υλοποιούμε, κάθε στιγμή, τη θέλησή του. Να πρωτοπορούμε, κάθε στιγμή, στον κοινό αγώνα για μια καλύτερη Ελλάδα. Για τη διαρκή βελτίωση της Δημοκρατίας. Για τη διαρκή αναβάθμιση των θεσμών. Για την ανάπτυξη, την πρόοδο, το κύρος της Πατρίδας μας. Η Βουλή των Ελλήνων, καρδιά του Δημοκρατικού μας Πολιτεύματος, οφείλει να κρατά σε υψηλό ποιοτικό επίπεδο την Εθνική Συζήτηση και να αποβλέπει, όπου είναι δυνατό, στην Εθνική Σύνθεση. Η εθνική ενότητα και ομοψυχία ας είναι μόνιμος και κοινός οδηγός όλων μας». Ποιος, αλήθεια, μπορεί να αντικρούσει τον δομημένο λόγο του Νέστορα του Κοινοβουλευτισμού Δημήτρη Σιούφα; Ανεξάρτητα, από τις πολιτικές πεποιθήσεις του καθενός, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο Δημ. Σιούφας – χωρίς να στρογυλλοποιεί τις απόψεις του για να τις ωραιοποιεί σε «κόκκινα», «γαλάζια» ή «πράσινα» αυτιά- έχει τη γνώση και την εμπειρία για να μιλήσει επί παντός του επιστητού του πολιτικού βίου.
Κύριε Σιούφα, περνάει κρίση ο κοινοβουλευτισμός στην Ελλάδα;
Ο κοινοβουλευτισμός, όπως και άλλοι κορυφαίοι θεσμοί, περνάει κρίση σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνο στην Ελλάδα. Και αυτό είναι κάτι που σε σημαντικό βαθμό οφείλεται και στην οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 και την οποία συνολικά η Ευρώπη δεν μπόρεσε να υπερβεί μέχρι σήμερα.
Δυστυχώς, τα στοιχεία της EUROSTAT επιβεβαιώνουν ότι οι ευρωπαϊκές οικονομίες παραμένουν σε ύφεση, ενώ η ανεργία (ιδίως μεταξύ των νέων) βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα.Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι πολίτες δυσπιστούν για τη δυνατότητα του πολιτικού συστήματος να δώσει λύσεις και ασφαλείς προοπτικές.
Στην Ελλάδα, που η κρίση έχει πολύ πιο έντονα χαρακτηριστικά, είναι λογικό οι πολίτες να αισθάνονται ακόμη μεγαλύτερη δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς. Οφείλουμε όμως -και πρώτα από όλους οι Ευρωπαίοι εταίροι μας- να επισημάνουμε ότι μέσα σ’ αυτή τη μακροχρόνια θεομηνία, η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού έδειξε ψυχραιμία και διάθεση να συμβάλει με κάθε τρόπο για την υπέρβαση της κρίσης και τη διατήρηση, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, της κοινωνικής συνοχής.
Το κοινοβουλευτικό πολίτευμα είναι αντιπροσωπευτικό. Δεν είναι δυνατό να περνάει κρίση μια χώρα, ένας λαός και να μην αντανακλά αυτό σε όλους τους θεσμούς και ιδιαίτερα στους αντιπροσωπευτικούς. Είναι φυσικό ο λαός να θεωρεί τους πολιτικούς ως υπαίτιους της δημιουργίας της κρίσης, τους πολιτικούς ως υπεύθυνους των χειρισμών αντιμετώπισης της κρίσης αλλά και να προσβλέπει, ελπίζω, στους πολιτικούς και την κοινοβουλευτική δημοκρατία για την αίσια έξοδο από την κρίση.
Τι μπορεί να κάνει η Βουλή των Ελλήνων για να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών;
Πολλές φορές η Βουλή των Ελλήνων αδικείται από την εικόνα που πολλοί καλλιεργούν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Βρίσκεται πάντως διαρκώς στο στόχαστρο -και εδώ αλλά και σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης- το κόστος λειτουργίας του θεσμού.
Από το 2007, όταν ήμουν Πρόεδρος της Βουλής, η Βουλή των Ελλήνων ξεκίνησε ένα πρόγραμμα περιορισμού των δαπανών της.
Το 2009, το συνολικό κόστος της νομοθετικής λειτουργίας, δηλαδή ο προϋπολογισμός της Βουλής αντιστοιχούσε σε 20 ευρώ το χρόνο για κάθε πολίτη. Μετά την είσοδό μας στην εποχή των Μνημονίων, έγιναν ακόμη περισσότερες περικοπές και σήμερα αντιστοιχούν περίπου 15 ευρώ σε κάθε πολίτη. Έγιναν μεγάλες περικοπές στις αμοιβές βουλευτών και εργαζομένων αλλά και σε άλλες λειτουργικές δαπάνες και μάλιστα με ομοφωνία όλων των κοινοβουλευτικών παρατάξεων.
Ο ρόλος των βουλευτών είναι καθοριστικός και μοναδικός σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ο δημόσιος πολιτικός τους λόγος οφείλει να είναι προσεκτικός. Η πολιτική διαφωνία και ο αντίλογος είναι συστατικά στοιχεία μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ωστόσο, ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι οι πολιτικοί οφείλουν να αρθρώνουν πολιτικό λόγο δια επιχειρημάτων και όχι να υιοθετούν ένα στείρο καταγγελτικό λόγο με σκοπό τον εντυπωσιασμό.
Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, διαπιστώνω ότι πολλοί πολιτικοί επιλέγουν μια άλλη συμπεριφορά. Αυτό είναι λάθος. Στην πορεία του χρόνου -και αυτό αποτελεί αξίωμα- οι πολίτες επιβραβεύουν τους πολιτικούς που μπορούν να παράξουν έργο αλλά και σέβονται τη διαφορετική πολιτική άποψη.
Η χρησιμότητα, η αποτελεσματικότητα και η αξιοπιστία θεμελιώνουν την εμπιστοσύνη σε όλους τους θεσμούς της δημοκρατίας. Η έλλειψη ενός εκ των στοιχείων αυτών οδηγεί στην αντίθετη κατεύθυνση με συνέπειες από δυσάρεστες έως καταστροφικές όπως αποδεικνύουν όλα τα ιστορικά προηγούμενα.
Για να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη στον κοινοβουλευτισμό οφείλουμε να πείσουμε τον λαό ότι οι εκπρόσωποι του αντιπροσωπεύουν τους πόθους, τις ελπίδες και τα συμφέροντά του. Ότι διαχειρίζονται την εντολή με αξιοπιστία, δικαιοσύνη και σωφροσύνη. Και ότι είναι η Βουλή που κυβερνά δια της κυβερνήσεως που έχει την εμπιστοσύνη της.
Με ποιο τρόπο επηρέασε η κρίση τη λειτουργία, το έργο και τις εξουσίες της Βουλής των Ελλήνων και το έργο των βουλευτών;
Η ένταξη της χώρας στα Μνημόνια (που μπορούσε να αποφευχθεί, αν εισακουγόταν ο τότε Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής και οι δεσμεύσεις που ανέλαβε έναντι των πιστωτών εταίρων της) είχε αναμφισβήτητα συνέπειες στην παραγωγή, τη διαχείριση και την ποιότητα του παραγόμενου κοινοβουλευτικού έργου.
Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια, κάτω από τις ασφυκτικές πιέσεις του χρόνου, πολλές σοβαρές νομοθετικές πρωτοβουλίες έγιναν με τη διαδικασία των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου που εκ των υστέρων κυρώνονταν στο Κοινοβούλιο. Αυτό, κατά τη γνώμη μου είναι λάθος (ιδιαίτερα όταν γίνεται κατάχρηση) καθώς υποβαθμίζει το ρόλο του Κοινοβουλίου και των Βουλευτών.
Η κρίση και οι χειρισμοί της, κλόνισαν την εμπιστοσύνη σημαντικού μέρους του ελληνικού λαού σε θεσμούς και πρόσωπα. Πολλές φορές η Βουλή έδωσε την εντύπωση τυπικού επικυρωτή ξένων αποφάσεων. Η κατάχρηση του κατεπείγοντος τραυμάτισε την κοινοβουλευτική λειτουργία και επέτρεψε να γίνουν σοβαρά νομοθετικά και τεχνικά λάθη που τελικά έβλαψαν τους επισπεύδοντες.
Το πλήθος των 300 είναι πάντα σοφότερο από την κρίση του ενός. Είναι απορίας άξιο πώς βουλευτές-υπουργοί οδήγησαν τέτοιες διαδικασίες.
Λένε ορισμένοι ότι είναι έκτακτες οι περιστάσεις. Γι’ αυτό απαιτείται οι θεσμοί να λειτουργούν με μέγιστη προσοχή και σοβαρότητα. Η θεραπεία των προβλημάτων που ανέφερα είναι ο δρόμος της πολιτικής και θεσμικής ανάκαμψης. Κοινή διαπίστωση είναι ότι μέρος της αντιμετώπισης της κρίσης του θεσμού του Κοινοβουλίου αποτελεί η ανάγκη συγχρονισμού μεταξύ πολιτικού και κοινοβουλευτικού χρόνου. Όσο υπάρχει απόσταση μεταξύ αυτών, η Βουλή θα είναι υποχείριο των μέσων ενημέρωσης.
Ποιές μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες για να ενισχυθεί ο ρόλος του Κοινοβουλίου και η κοινοβουλευτική δημοκρατία γενικότερα;
Είναι χρέος όλων των κοινοβουλευτικών παρατάξεων να ανταποκριθούν και να συμμετάσχουν στη διαδικασία της Συνταγματικής Αναθεώρησης.
Κατά τη γνώμη μου η Συνταγματική Αναθεώρηση οφείλει να κινείται στους εξής βασικούς άξονες:
• Στην υποχρεωτική εξάντληση της τετραετίας. Εξεταστέα η απώλεια της δεδηλωμένης και ο τρόπος διαχείρισής της μέσα στον γενικό κανόνα.
• Στην απεμπλοκή της διαδικασίας της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από την προσφυγή σε πρόωρες εκλογές, σε συνδυασμό με την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του.
• Στην πλήρη απεξάρτηση της δικαστικής από την εκτελεστική εξουσία.
• Στην περαιτέρω ενίσχυση του κοινοβουλευτικού ελέγχου για τα πεπραγμένα της εκτελεστικής εξουσίας.
• Σε σταθερό εκλογικό σύστημα, αυτό της λογικά ενισχυμένης αναλογικής. Οι εκλογές γίνονται και για να αποκτήσει ο τόπος κυβέρνηση και όχι μόνο να αποτυπωθεί – να απογραφεί η δύναμη των κομμάτων και των ρευμάτων που παίρνουν μέρος στις εκλογές.
Παράλληλα, οφείλουμε να ξαναδούμε προσεκτικά το ζήτημα της ποιότητας του παραγόμενου νομοθετικού έργου.
Πιστεύω ότι μια από τις αδυναμίες της παραγωγής του νομοθετικού έργου είναι η παραπομπή μεγάλου μέρους του σε έκδοση Προεδρικών Διαταγμάτων και Υπουργικών Αποφάσεων δίχως να δημιουργηθεί μηχανισμός αποτίμησης κάθε νομοθετικής πρωτοβουλίας που θα ενισχύσει τις δυνατότητες για την άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου όχι μόνο από τις κοινοβουλευτικές παρατάξεις της αντιπολίτευσης αλλά και από τους κυβερνητικούς βουλευτές.
Το θεμελιώδες πρόβλημα του ελληνικού κράτους από της ιδρύσεώς του είναι η μη διάκριση των εξουσιών στην πράξη. Ενώ η εκτελεστική εξουσία πηγάζει και προέρχεται από την νομοθετική, μεταβάλλει τη δεύτερη σε πειθήνιο όργανό της.
Εάν τολμήσουν βουλευτές να εκφράσουν διαφορετικές απόψεις ή να ψηφίσουν κατά συνείδηση, όπως ορίζει άλλωστε και το Σύνταγμα, υφίστανται κυρώσεις, μάλιστα ενίοτε επιδεικτικά αυτόφωρες.
Βουλευτές που γίνονται υπουργοί αποκτούν αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά. Η Βουλή αποκτά κόμματα, ομάδες και ανεξάρτητους που δεν περιλαμβάνονταν στη θέληση και την εντολή του λαού στις εκλογές.
Όλα αυτά αντιστρατεύονται το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος και την ουσία της Δημοκρατίας. Κυριολεκτικά τρομάζουν τον λαό οι μόνιμες συγκρούσεις, η έλλειψη στοιχειώδους συνεννόησης, η συχνότητα του πολιτικού λόγου, η έλλειψη πολιτικού θάρρους και γνώμης. Είναι απαραίτητη η αναθεώρηση του Συντάγματος προς την κατεύθυνση της διάκρισης των εξουσιών, της ενίσχυσης του νομοθετικού και ελεγκτικού ρόλου ενός ή δυο νομοθετικών σωμάτων και ενδεχομένως, εάν αυτό είναι εφικτό, της απευθείας εκλογής από το λαό του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αυτές τις απόψεις τις έχω δημόσια εκφράσει εδώ και δεκαετίες, ενώ επ΄ αυτού μπορείτε να διαβάσετε στο βιβλίο μου «Κράτος και Κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης 1974-2011».
Ποιές είναι οι προϋποθέσεις και ποιά η προοπτική για αυτές τις μεταρρυθμίσεις;
Επί σειρά ετών και ως βουλευτής και ως Υπουργός και ως Πρόεδρος της Βουλής αναφέρομαι, σε κάθε ευκαιρία δημοσίως, στην ανάγκη εθνικής συνεννόησης.
Επιπλέον, πιστεύω ότι οι πολιτικές διαφορές που είναι εύλογο να υπάρχουν δεν μπορεί να αποτελούν εμπόδιο για τη συνεννόηση, σε μια σειρά από ζητήματα, μεταξύ των πολιτικών παρατάξεων.
Η προώθηση των μεταρρυθμίσεων, σε όλα τα επίπεδα, απαιτεί διάλογο και σύνθεση απόψεων στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Και δεν σας κρύβω ότι η παραμονή μου επί 30 συνεχή χρόνια στα έδρανα του Κοινοβουλίου ενίσχυσε την πεποίθησή μου ότι υπάρχουν πεδία συνεννόησης μεταξύ των πολιτικών παρατάξεων και σε πολλά ζητήματα.
Εξάλλου, πιστεύω ότι μας συνδέει όλους η Ελλάδα και ότι μεταξύ μας δεν υπάρχουν περισσότερο ή λιγότερο πατριώτες. Η διαδικασία της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Συνταγματικής Αναθεώρησης αποτελεί μια εξαιρετική ευκαιρία να προωθηθούν μεταρρυθμίσεις μέσα σε ένα πραγματικό κλίμα εθνικής συνεννόησης.
Ας δούμε την κρίση και ως ευκαιρία ανανέωσης, αναγέννησης και εκσυγχρονισμού των πολιτικών μας θεσμών. Οι πολιτικές δυνάμεις ας μην επιδιώκουν βραχυπρόθεσμους τακτικισμούς αλλά να κατανοήσουν ότι η σταθερότητα της Δημοκρατίας στη φάση που βρισκόμαστε επιβάλλει θεσμική αναδόμηση. Η εμμονή σε παλιές νοοτροπίες και συμπεριφορές αυξάνει τη λαϊκή αποξένωση και οδηγεί σε ταλαιπωρία τον τόπο. Το πιο επείγον καθήκον της πολιτικής σήμερα είναι η ανασύνταξη της Πολιτείας και η εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης των πολιτών: στο κράτος, στους θεσμούς και στις δυνατότητες να πάει και πάλι ο τόπος μας μπροστά.
WHO IS WHO
Ο Δημήτρης Σιούφας γεννήθηκε στον Ελληνόπυργο Καρδίτσας, στις 15 Αυγούστου 1944. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Διετέλεσε βουλευτής της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ανελλιπώς από το 1981 μέχρι το 2012, ενώ εξελέγη πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, θέση την οποία τίμησε από τις 27 Σεπτεμβρίου 2007 έως τις 4 Οκτωβρίου 2009.
Επιπλέον, διετέλεσε Υπουργός Ανάπτυξης (2004 – 2007), Υπουργός Υγείας, Πρόνοιας & Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1992 – 1993), Υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1991 – 1992), Γενικός Διευθυντής του ΕΟΜΜΕΧ (1977 – 1981) και Αναπληρωτής Πρόεδρος του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (1980 – 1981).
Έχει τιμηθεί με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος της Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας και το βραβείο «Ταξιάρχης της Λεγεώνας της Τιμής» της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Είναι έγγαμος και πατέρας τριών παιδιών.