Γράφει ο Δημήτρης Μαυράκης Διευθυντής του ΚΕΠΑ, Coordinator BSEC-GEN και UNAI Hub SDG7
Έχουν παρέλθει πενήντα χρόνια από την τουρκική εισβολή και κατοχή της Βόρειας Κύπρου. Με αφορμή την επέτειο, ακαδημαϊκοί, διπλωμάτες, πολιτικοί, ειδικοί αναλυτές, δημοσιογράφοι και άλλοι επιχειρούν να φωτίσουν τα αίτια που οδήγησαν στην καταστροφή.
Παρ’ όλα αυτά ο «Φάκελος της Κύπρου» παραμένει ατελής. ‘Ίσως όχι γιατί απουσιάζουν κρίσιμες πληροφορίες αλλά περισσότερο γιατί αρνούμεθα να δούμε και να δεχθούμε τη λογική ακολουθία των γεγονότων που καθόρισαν και καθορίζουν τη σύγχρονη πολιτική ιστορία μας.
Ίσως γιατί πάντοτε από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας μας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, συνηθίσαμε να βλέπουμε τον εαυτό μας μέσα από τα «μάτια» των ξένων.
Αφελείς ή όχι, ταυτίσαμε το συμφέρον του τόπου και το προσωπικό μας μέσα από τις «παραινέσεις» και τις υποσχέσεις των «άλλων». Βεβαίως αυτή είναι μία προσωπική εκτίμηση που μπορεί να ισχύει ή και όχι.
Ίσως «μία εκ του αποτελέσματος» συνοπτική προσέγγιση της αλληλουχίας των γεγονότων από το τέλος του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου να βοηθήσει να κατανοήσουμε τι συνέβη στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Στη Γιάλτα, η Ελλάς «κατανεμήθηκε» στη σφαίρα επιρροής του Ηνωμένου Βασιλείου (Αγγλίας). Μετά την απελευθέρωσή της, την ελληνική σημαία στην Ακρόπολη την ανάρτησε πρωθυπουργός ένθερμος υποστηρικτής αυτής της κατανομής.
Ακόμη κι όταν οι στρατιωτικές δυνάμεις του Ηνωμένου Βασιλείου (Αγγλίας) υπογράμμισαν τα συμφωνηθέντα, εμείς συρθήκαμε σε έναν, προδιαγεγραμμένο ως προς το αποτέλεσμά του, αδελφοκτόνο εμφύλιο πόλεμο, που τελείωσε με τη ρίψη βομβών ναπάλμ στον Γράμμο.
Χωριά κάηκαν, οικογένειες ξεκληρίσθηκαν, εκατοντάδες σκοτώθηκαν, βρέθηκαν στις φυλακές, εκτελέσθηκαν, εκτοπίσθηκαν σε χώρες της Ασίας και της Ευρώπης κι άλλοι μετανάστευσαν στα ορυχεία του Βελγίου και στις φάμπρικες της Γερμανίας.
Κανείς δεν αναγνώρισε το «λάθος» του. Νικητές και νικημένοι θεωρήσαμε ότι αυτό ήταν ένα εσωτερικό μας ζήτημα. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν ήταν.
Η χώρα «κατανεμήθηκε» στη Δύση, αρχικά στη σφαίρα επιρροής του Ηνωμένου Βασιλείου (Αγγλίας) και μετά «διαβιβάσθηκε» στις ΗΠΑ, που με το «Δόγμα Τρούμαν» ανέλαβαν την οικονομική ανασυγκρότησή της και επέβαλαν τις πολιτικές εξελίξεις.
Με την «παρότρυνση» των ΗΠΑ η χώρα εισήλθε στο ΝΑΤΟ, μαζί με την Τουρκία, εξυπηρετώντας τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, όπως στη περίπτωση του του πρώην Ναζί, Κουρτ Βαλχάιμ, Γ.Γ. του ΟΗΕ, οι ΗΠΑ ευνόησαν και στην Ελλάδα την άνοδο στην εξουσία πολιτικών με ιστορικό «ενδεχόμενης» συνεργασίας με τους Ναζί. Αυτή υπήρξε μία αποτελεσματική πολιτική εξασφάλισης των αναγκαίων «συγκλίσεων» για την εκπλήρωση των γεωπολιτικών σχεδιασμών τους.
Ο αναγνώστης μπορεί να αναζητήσει ομοιότητες στην υπόθεση του Ναζί εγκληματία πολέμου Μέρτεν και των Ελλήνων συνεργατών του στη Βόρεια Ελλάδα και ενδεχομένως να τις συνδέσει με τις μετέπειτα εξελίξεις στο Κυπριακό.
Στην Κύπρο, η έναρξη του ένοπλου εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα από την ΕΟΚΑ, εξέφρασε το αίτημα για την Ένωσή της με την Ελλάδα. Μία αίσια έκβαση του οποίου δεν φάνηκε να ενοχλεί τις ΗΠΑ, καθώς δεν διατάρασσε τις γεωπολιτικές τους ισορροπίες.
Δεν συνέβη το ίδιο και με το Ηνωμένο Βασίλειο που σχεδίασε και υλοποίησε ένα εξαιρετικό σχέδιο εξασφάλισης της παρουσίας του στην Κύπρο.
«Εκ του αποτελέσματος» η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επέτυχε: 1) να δημιουργήσει τον τρίτο πόλο των Τουρκοκυπρίων, εντάσσοντάς τους στη διένεξή τους με τους Ελληνοκύπριους, 2) να νομιμοποιήσει την εμπλοκή της Τουρκίας στη διαμάχη, 3) να διασπάσει την ενότητα των Ελληνοκυπρίων ως προς τον στόχο της Ένωσης, δημιουργώντας ένα «κυπρο-κεντρικό» κίνημα και 4) να αναδείξει ως ηγέτη των κυπρο-κεντρικών τον θρησκευτικό ηγέτη τους, εξορίζοντάς τον σε ένα ειδυλλιακό νησί του Ινδικού Ωκεανού.
«Εκ του αποτελέσματος» η πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης, ταυτίσθηκε με αυτήν του Ηνωμένου Βασιλείου για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κρατικού μορφώματος, ενθαρρύνοντας τις «φίλα προς αυτήν προσκείμενες» πολιτικές δυνάμεις της Κύπρου, στην απαξίωση του στόχου της Ένωσης με την Ελλάδα.
Με την εμπλοκή της Τουρκίας στη διαμάχη, την εγκατάλειψη του στόχου της Ένωσης, την ενίσχυση των Κυπρο-κεντρικών και εκ του αποτελέσματος ο Έλληνας πρωθυπουργός «επείσθη» να συναινέσει στην εγκατάλειψη του στόχου της Ένωσης και στην ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, με Πρόεδρο τον θρησκευτικό ηγέτη της, ο οποίος μάλιστα για το επίτευγμα αυτό, απεκλήθη (δικαίως ή αδίκως) Εθνάρχης!!!
Μία συμφωνία που άφησε αισθήματα πικρίας και προδοσίας στο μέρος των αγωνιστών που πολέμησαν και των οικογενειών αυτών που σκοτώθηκαν για την Ένωση.
Εκ του αποτελέσματος, η ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας ακύρωσε τον αγώνα για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και κατέστησε την Τουρκία συν-εγγυήτρια δύναμη, διαμορφώνοντας τη νομική βάση τής μετέπειτα στρατιωτικής εισβολής και κατοχής.
Η αδυναμία κατανόησης των γεωπολιτικών συσχετισμών, σε συνδυασμό με την υπέρμετρη φιλοδοξία διεκδίκησης ενός αναντίστοιχου προς τις δυνάμεις του διεθνούς ρόλου από τον νέο Πρόεδρο, ενίσχυσαν τους υποστηρικτές της περαιτέρω αποδυνάμωσης του νεότευκτου κρατικού μορφώματος.
Η αδυναμία διαχείρισης της διαμάχης με την τουρκική μειονότητα, η ένταξη της Κύπρου στο «Κίνημα των Αδεσμεύτων» και η στροφή προς χώρες του σοβιετικού μπλοκ για εξασφάλιση στρατιωτικού εξοπλισμού, από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενίσχυσε στις ΗΠΑ τους υποστηρικτές της περαιτέρω ενίσχυσης της τουρκικής παρουσίας στην Κύπρο.
Η αποστολή της ελληνικής μεραρχίας στην Κύπρο, από τον Έλληνα πρωθυπουργό, που στις απαρχές του ελληνικού εμφύλιου είχε αποδείξει τον «φιλοδυτικό» προσανατολισμό του, είχε δύο στόχους. Να πείσει τις ΗΠΑ ότι η ισχυρή ελληνική στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο αποτελούσε εγγύηση ότι η τελευταία θα παρέμενε μέσα στο πλαίσιο της Δυτικής Συμμαχίας και ότι η Ελλάς, ως εγγυήτρια δύναμη, δεν θα επέτρεπε στην Τουρκία να εισβάλει στο νησί.
Εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι οι ΗΠΑ δεν «επείσθησαν». Οι αντίστοιχες Υπηρεσίες τους φαίνεται ότι επεξεργάσθηκαν ένα σχέδιο ενθάρρυνσης στρατιωτικής εισβολής και διχοτόμησης της Κύπρου από την Τουρκία, με ταυτόχρονη απομάκρυνση του εκλεγμένου Προέδρου της Δημοκρατίας.
Η υλοποίηση του σχεδίου αυτού υπέθετε την απομάκρυνση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο και την αποφυγή πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ χωρών – μελών του ΝΑΤΟ.
Η υποστήριξη της δικτατορίας των συνταγματαρχών από τις ΗΠΑ δεν έγινε γιατί υπήρχε κάποια απειλή για τον γεωπολιτικό προσανατολισμό της Ελλάδος, ή για την προστασία του πολιτεύματος.
Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, με την πλήρη υποστήριξη των ΗΠΑ, εκδηλώθηκε μετά την προκήρυξη των εκλογών με τους δύο υποψήφιους πρωθυπουργούς, τον Γ. Παπανδρέου και τον Π. Κανελλόπουλο να είναι ένθερμοι υποστηρικτές των ΗΠΑ αλλά να μη προσφέρονται να «πεισθούν», όπως στην περίπτωση του προηγούμενου πρωθυπουργού, στην αποδοχή ενός σχεδίου διχοτόμησης της Κύπρου.
Εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι αρχικώς ο δικτάτωρ «επείσθη» να αποσύρει την ελληνική μεραρχία από την Κύπρο. Όταν όμως ωρίμασαν οι συνθήκες για το επόμενο βήμα, προέκρινε για τον εαυτό του τη λύση της «εξόδου» με τη μεταβατική κυβέρνηση Μαρκεζίνη.
Η αντικατάστασή του από έναν άλλο περισσότερο «πρόθυμο», «φιλόδοξο» και «υπάκουο» «πατριώτη» υπήρξε αναπόφευκτη. Το πραξικόπημα στην Κύπρο, η αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αποφυγή στρατιωτικής απόκρουσης της εισβολής από τον διάδοχο «υπερπατριώτη», επέτρεψαν κυρίως στις ΗΠΑ και δευτερευόντως στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Τουρκία την υλοποίηση των πολιτικών τους.
Εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι «πρόθυμοι» και φιλόδοξοι, με περίσσευμα άγνοιας και αφέλειας, πολιτικοί και στρατιωτικοί οδήγησαν τον Ελληνισμό στη μεγαλύτερη σύγχρονη καταστροφή μετά από αυτήν της Μικράς Ασίας.
Με τη δικτατορία να έχει επιτελέσει την αποστολή της, η ύπαρξή της έπαυσε να είναι χρήσιμη στις ΗΠΑ. Ολόκληρο το στρατιωτικό μόρφωμα άσκησης εξουσίας κατέρρευσε, αφού σε ένα τελευταίο σπασμό εθνικοφροσύνης κήρυξε γενική επιστράτευση για μία πολεμική σύγκρουση για την οποία ούτε τις δυνατότητες ούτε την έγκριση των προϊσταμένων του είχε.
Με ένα «πρωθυπουργό – μαριονέτα» να έχει αποσυρθεί «ησύχως» στην οικία του είχε σημάνει η έναρξη της επόμενης και τελικής φάσης του σχεδίου. Η αποδοχή των γεγονότων και κυρίως η εξασφάλιση της συνοχής της βορειοατλαντικής συμμαχίας στη Ν/Α Μεσόγειο.
Με άλλα λόγια, είχε σημάνει η έναρξη της διαδικασίας αποκατάστασης του καταλυθέντος πολιτεύματος, που ήταν η Βασιλευόμενη Δημοκρατία.
Σε αυτές τις συνθήκες θα ήταν εύλογη η επάνοδος του εξόριστου βασιλέα και η ανάθεση της προσωρινής κυβέρνησης στον πρωθυπουργό, που είχε ανατρέψει το πραξικόπημα των στρατιωτικών.
Οι καιροί όμως είχαν αλλάξει. Τα ανάκτορα δεν είχαν την υποστήριξη που είχαν στο παρελθόν και ο νόμιμος πρωθυπουργός δεν παρείχε τις αναγκαίες «εγγυήσεις» αποδοχής των «εν εξελίξει» κεκτημένων που προέκυπταν από τους χειρισμούς των ΗΠΑ.
Ένας διακριτικά σιωπηλός και πάλι «εν εξορία διατελών», πολιτικός ανεκλήθη να αποκαταστήσει τη Δημοκρατία και κυρίως να επιβεβαιώσει το δόγμα η «η Ελλάς ανήκει στη Δύση».
Στη νέα μεταπολιτευτική πραγματικότητα που διαμορφώθηκε, ο νέος πρωθυπουργός συμφώνησε, διαφωνών, με τη διχοτόμηση της Κύπρου, απέτρεψε την πολεμική σύγκρουση με την Τουρκία, συγκράτησε την Ελλάδα στο ΝΑΤΟ, άλλαξε το πολίτευμα της χώρας σε «Προεδρευόμενη Δημοκρατία» μετατοπίζοντας μέρος της λαϊκής αγανάκτησης για τη δικτατορία στα ανάκτορα, εκλέχθηκε διαδοχικά πρωθυπουργός και πρόεδρος της Δημοκρατίας, καθιστώντας, επί τέλους, τον εαυτόν του «Εθνάρχη».
Έχουν παρέλθει χρόνια από τότε που άρχισε η προδοσία του αγώνα των Ελλήνων για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Έχουν περάσει πενήντα χρόνια από την προδοσία που οδήγησε στη διχοτόμηση της Κύπρου. Χρόνια με νεκρούς στρατιώτες και άμαχους, με πρόσφυγες, αγνοούμενους και ερωτήματα, κυρίως ερωτήματα για ενέργειες και πράξεις που εκ του αποτελέσματος δεν θέλουμε να δεχθούμε ότι έχουν απαντηθεί.
Ίσως έτσι να είναι καλύτερα. Αν η πραγματικότητα δεν μας αρέσει, τόσο το χειρότερο για αυτή. Εμείς σε τίποτε δεν φταίμε! Έχουμε την ιστορία μας, ιδιαιτέρως την πρόσφατη. Έχουμε τους «Εθνάρχες» μας, τους ηγέτες μας, τις επετείους μας, τις αλληλοκατηγορίες μας. Έτσι δεν είναι;
Εδώ ονομάσαμε επέτειο αποκατάστασης της Δημοκρατίας, την επέτειο της διχοτόμησης της Κύπρου, …με αυτά θα ασχολούμεθα ακόμη; «Ν’ αρχίσει το τραπέζι. Δούλοι τους αυλούς, τη φωταψία…»
Ένας «απόρρητος φάκελος της Κύπρου» όσο «ανοικτός» και εάν είναι, αυτά που γράφει, «μπορεί να τα μεγάλωσαν, όλα δεν θα ΄ναι αλήθεια», δεν πρέπει να ΄ναι αλήθεια. Καλύτερα να μένει «κλειστός».
Είναι… «μία κάποια λύσις», όπως θα έλεγε και ο Αλεξανδρινός…