Γράφει ο Γιώργος Ανδρουτσόπουλος: Δημοσιογράφος – Δημοσιολόγος – Τακτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ
Την ώρα που η στήριξη του έντυπου Τύπου πανελλαδικής εμβέλειας έχει παραμείνει στα… συρτάρια του κυβερνητικού εκπροσώπου και υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, Στέλιου Πέτσα, ο οποίος «δεσμεύτηκε» να φέρει νέα ρύθμιση εντός του πρώτου διμήνου της χρονιάς που μπήκε πριν από ενάμιση περίπου μήνα, καθώς τα 7,5 εκατ. ευρώ, τα οποία είχαν εγκριθεί για το 2019, δεν δόθηκαν ακόμη, μια σειρά ερωτημάτων δημιουργήθηκε από την πρόσφατη απόφαση του υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Κυριάκου Πιερρακάκη, για την επιχορήγηση «σειρών» της ιδιωτικής τηλεόρασης.
Μάλιστα, πέρα από τη μείωση της φορολόγησης των εσόδων από τη διαφήμιση, από το 20% στο 5%, που σημαίνει πως οι καναλάρχες εισέπραξαν περί τα 30 εκατ. ευρώ, ενώ σε πραγματικές τιμές έδωσαν μόνο 4 εκατ. ευρώ, η εντύπωση που έχει διαφανεί από την τελευταία επιχορήγησή τους, ύψους πάνω από 4,5 εκατ. ευρώ, οδηγεί σε άλλου είδους «προβληματισμούς», ως προς την έννοια των «πολιτιστικών κριτηρίων» που χρησι- μοποιήθηκαν. Γιατί, αν το σήριαλ «Άγριες Μέλισσες» επιχορηγείται με 1.685.708,85 ευρώ, το «Έρωτας Μετά» με άλλα τόσα (1.624.365,05 ευρώ), τότε τα 369.692 ευρώ για το «Πέτα τη Φριτέζα» και τα 310.727,60 ευρώ για το «Μην Ψαρώνεις» δεν είναι τίποτα μπροστά στα 462.420 ευρώ του σήριαλ «Πολυκατοικία» που δεν… ψαρώνει πια κανέναν!
Με άλλα λόγια, ποιό είναι αυτό το σοβαρό κριτήριο που κάνει τα σήριαλ, άλλα να εισπράττουν εκατομμύρια κι άλλα… πενταροδεκάρες; Μήπως είναι τα ποσοστά της τηλεθέασης, τα οποία και «ελέγχονται» ως προς τη σοβαρότητα και την αξιοπιστία τους, ή μήπως είναι το βαθύτερο νόημα του σεναρίου, το οποίο «μπάζει νερά» μεταξύ σοβαρού κι αστείου, αναδεικνύοντας τον όρο «μυθοπλασία» σε μια κακόγουστη φάρσα καρικατούρικης μορφής. Γιατί, αυτή η περιβόητη στροφή των τηλεοπτικών προγραμμάτων στη λεγόμενη «ελληνική μυθοπλασία» μάλλον ταιριάζει μόνο στον… μύθο εκείνο για να προσφέρεις ένα ρηχό σε «νοήματα» έργο, χωρίς να… πλάθεις ήθος, αλλά απλώς να αναπαράγεις χαρακτήρες, οι οποίοι και εύκολα παίζονται και ακόμα ευκολότερα απορροφούνται από τους τηλεθεατές.
Εξάλλου, ο όρος «μυθοπλασία», που προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων «μύθος» + «πλάθω», σημαίνει την κατάταξη οποιασδήποτε «ιστορίας» που πηγάζει από τη φαντασία και δεν βασίζεται στην Ιστορία ή τα γεγονότα. Είναι η δημιουργία ενός έργου με προέλευση τη εφευρετικότητα, πράγμα που την κάνει να κρατά, συνήθως, απόσταση από την πραγματικότητα. Όπως γράφει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Γιάννης Παπαδόπουλος, στο βιβλίο του «ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑ, ΒΙΩΜΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑ», σημαίνει τη σύνθεση μύθων και ο δημιουργός της πλάθει ή μεταπλάθει (διασκευάζει) κάποιο μύθο, δομώντας την υπόθεση, δηλαδή, την πλοκή του δράματος, οπότε, βάσει της μιμήσεως, το δράμα παριστάνεται από σκηνής ενώπιον του κοινού, εγείροντας πάθη και προκαλώντας παθήματα, προσφέροντας την επικυρωμένη γνώση που φέρνει στην κάθαρση.
Έτσι, όλο αυτό το λεκτικό «οικοδόμημα» μπορεί ν’ αποτελεί εξιστόρηση, αλλά με κανέναν τρόπο δεν είναι Ιστορία, καθώς δεν ενδιαφέρεται για την ειδολογική ανάλυση, γι’ αυτό και δεν γίνεται λόγος για ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά για μυθοπλαστικά κείμενα εμφανών ιστορικών συμφραζομένων, που στην πλειονότητά τους, όπως επισημαίνει το Φιλοσοφικό Λεξικό του Cambridge, αντιτίθενται προς τα δεδομένα της πραγματικότητας, αν και «στοιχεία» από κάποια κοινωνικά δεδομένα, τοποθετημένα στον σωστό τους χρόνο, μπορούν να ενυπάρχουν σε αυτά, κάνοντάς τα να φαντάζουν σαν… αληθινά.
Για τον λόγο αυτό, ακριβώς, αν απαντήσουμε στο πώς πρέπει να ορίσουμε τη μυθοπλασία και τί σημαίνει να εισχωρεί στον επινοημένο κόσμο της η πραγματικότητα ή στο τί είδους «αλήθεια» είναι εκείνη, η οποία τοποθετείται μέσα σε ένα μυθοπλαστικό δημιούργημα και πώς συμπλέκεται με αυτό, ή, τέλος, κάτω από ποιούς όρους ένα μυθοπλαστικό έργο μπορεί εντέλει να αποδεικνύεται αληθινό, κατά πόσο μπορεί να «πειστεί» ο τηλεθεατής από τον «ήρωα» του χωριού της δεκαετίας του ’60 που σκοτώνει όποιον κι όσους μπαίνουν εμπόδιο στα σχέδιά του, χωρίς να έχει περάσει από το μυαλό του σεναριογράφου πως υπάρχουν ακόμη Έλληνες που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν κι έζησαν στην επαρχία εκείνη τη χρονική περίοδο;
Στο ίδιο μήκος κύματος, πώς είναι δυνατό να προάγεται ο Πολιτισμός, ως «πολιτιστικό κριτήριο» της επιχορήγησης μιας τηλεοπτικής σειράς, όπου τα φονικά, οι δολοπλοκίες, οι απιστίες «ισοδυναμούν» με την καθημερινότητα του Νεοέλληνα, που πηγαίνει αμέριμνος να ποτίσει τα ζωντανά του και βρίσκει πτώμα Ρώσου «μαφιόζου» στο… πηγάδι, η δολοφόνος του οποίου απεχθάνεται τα… σαλιγκάρια;
Ποιά είναι, λοιπόν, τα «πολιτιστικά κριτήρια» της επιχορήγησης των σήριαλ ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών από το υστέρημα των Ελλήνων, όταν παραχαράσσεται η έννοια του Πολιτισμού, ο οποίος, σύμφωνα με τη Δήλωση της Παγκόσμιας Συνόδου (Mondiacult) για την πολιτιστική πολιτική (politique culturelle), που έγινε το 1982 στο Μεξικό, αντιπροσωπεύει σήμερα το σύνολο των διαφοροποιών στοιχείων, πνευματικών και υλικών, διανοητικών και συναισθηματικών, που χαρακτηρίζουν μια κοινωνία και συμπεριλαμβάνει, εκτός των Γραμμάτων και των Τεχνών, τον τρόπο ζωής, τα βασικά δικαιώματα του ανθρώπου, το σύστημα αξιών, τις παραδόσεις και τα δόγματα; Κι αν ο Πολιτισμός στην Τέχνη, σύμφωνα με τον Ernesto Sabato, φανερώνεται ανώτερος της πραγματικότητας, στη Λογοτεχνία, ωστόσο, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη μαζί της, επειδή, άμεσα ή έμμεσα, παραπέμπει σε αυτή, οπότε και η «μυθοπλασία» δεν έχει τη δυνατότητα ούτε και το δικαίωμα να αποχωριστεί απ’ αυτή.
Εν κατακλείδι, με ποιά «πολιτιστικά κριτήρια» θα μας πείσουν οι αρμόδιοι για το «δίκιο» της απόφασης των επιχορηγήσεών τους, την ώρα που για πολύ μικρότερο ποσό μένουν οι αρχαιολογικοί μας χώροι αφύλαχτοι ή με το ίδιο ποσό θα μπορούσαν να χτίσουν ένα Μουσείο ή να προωθήσουν προγράμματα για μια πραγματική ανάπτυξη του Πολιτισμού; Έτσι, απλά, για να ρωτήσουμε για την «αξία» των κριτηρίων ή να μιλήσουμε για τα «κριτήρια» μιας… αξίας!
Όσο για την αναγκαία επιχορήγηση του – επαρχιακού κυρίως – Τύπου, θα επανέλθουμε…