Από τη στήλη ΕΠΕΑΠΤΕΡΟΕΝΤΑ | Γράφει ο Άγγελος Πολύδωρος
Κυριακή βράδυ στην Κηφισιά. Κουφόβραση. Κατευθυνόμαστε στη Χλόη, έναν κινηματογράφο, που τον επισκέπτομαι από το 1972. Έχει ουρά. Προβάλλει την ταινία «Μόνοι στη Νέα Υόρκη».
Καθόμαστε στην ουρά με την Αθηνά. Εγώ πρόκειται να δω την ταινία για 2η φορά. Η Αθηνά έχει διαβάσει έναν κριτικό κινηματογράφου που έχει βαθμολογήσει την ταινία με «1 στα 5» και επειδή («έχω διαπιστώσει ότι όποτε ο συγκεκριμένος κριτικός βάζει μικρό βαθμό, η ταινία είναι πολύ καλή»), ήθελε να τη δει οπωσδήποτε. Τις δικές μου κριτικές δεν τις διαβάζει…
Σε λίγο έρχεται στην ουρά ένα ανδρόγυνο ζευγάρι. Εκείνος λέει στη γυναίκα που τον συνοδεύει: «Αυτό φαίνεται καλύτερο από το “Τύχη να Σου Πετύχει” της Μπομπονιέρας». Η Μπομπονιέρα είναι ο άλλος ιστορικός κινηματογράφος της Κηφισιάς που επίσης επισκέπτομαι από το 1972.
Παρένθεση: Από το 1972 άρχιζε η εποχή που κάποιοι φίλοι από το Μαρούσι συχνάζαμε στο Κεφαλάρι, στο Εντελβάις του Δήμου (μεγάλες πιένες τότε, όπως έχω ξαναγράψει) και επισκεπτόμασταν συχνά τους δυο «σινεμάδες». Κλείνει η παρένθεση.
Εκείνος συνεχίζει: «Το άλλο ήταν κωμωδία. Ετούτο φαίνεται σοβαρό» και επειδή το λέει κοντά στο αυτί μου και επειδή δεν μου αρέσουν τέτοιου είδους επιλογές, παίρνω θάρρος. «Επιτρέπετε;» Γυρίζω και του λέω. «Βεβαίως» Μου απαντά ευγενέστατα, έχοντας υποψιαστεί πού το πάω.
«Πρόκειται για ταινία δυο ατόμων» του εξηγώ και συνεχίζω: «Εκείνος, ο Σον Πεν είναι ταξιτζής και εκείνη, η Ντακότα Τζόνσον, πελάτισσα που την παραλαμβάνει από το αεροδρόμιο για να την πάει στο Μανχάταν, όπου στη διαδρομή θα ξεκινήσουν μια συζήτηση…» αλλά πριν προλάβω να εξηγήσω πώς θα εξελιχθεί η κουβέντα τους, η κυρία που συνοδεύει τον τραβάει από το χέρι. «Πάμε να φύγουμε, χριστιανέ μου, δεν έχω όρεξη να ακούω επί 2 ώρες τα εσώψυχα ενός ταξιτζή και μιας ποιος ξέρει τι». Πάνε δυο θεατές, σκέφτομαι γεμάτος ενοχή που στάθηκα η αφορμή να φύγουν και χαμογελάω που, ακριβώς πίσω μας, έρχονται να σταθούν άλλοι «δυο πελάτες». Μια νέα γυναίκα με ένα σκυλάκι αγκαλιά, από εκείνα που δεν καταλαβαίνεις το εμπρός από το πίσω.
Προχωράμε προς το ταμείο. «Να δεις αγάπη μου, πως θα σου αρέσει η ταινία», λέει η γυναίκα πίσω μου και στρέφομαι ελαφρά να δω την «αγάπη της». Όχι. Η κυρία μιλάει στο σκυλάκι. Κι εγώ σκέφτομαι υπομειδιώντας: Αν δεν του αρέσει κι αρχίσει να γαυγίζει εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά του;