Γράφει η Πέγκη Φαράντου: Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών – Συγγραφέας – Ζωγράφος
Σε ένα πάρκο στο κέντρο της πόλης, εκεί βρίσκουν τόπο κάθε μέρα μικρές και μεγάλες ιστορίες…
Ο Ιάκωβος κατοικούσε στον δεύτερο όροφο μιας μεγάλης πολυκατοικίας στο κέντρο της πόλης. Το διαμέρισμά του ήταν μικρό αλλά για εκείνον αρκετό για να μπορεί να το συντηρεί. Παρότι ζούσε μόνος, φρόντιζε τα πάντα με πρόγραμμα. Κάθε πρωί που ξυπνούσε, πήγαινε στον φούρνο για να πάρει ψωμί, μουρμουρίζοντας για την ακρίβεια. Έπειτα πήγαινε στο μικρό παντοπωλείο της γειτονιάς όπου αγόραζε τα απολύτως απαραίτητα και τέλος στο περίπτερο όπου διάβαζε τα νέα της ημέρας στις κρεμασμένες εφημερίδες, χωρίς να αγοράσει ποτέ καμία. Όταν επέστρεφε στο σπίτι καθόταν μπροστά στην τηλεόραση και συνέχιζε τη μουρμούρα. Το σπίτι είχε και ένα μικρό μπαλκόνι, γεμάτο από κατασκευές που έδιωχναν τα πουλιά. Επιθετικές μεταλλικές βελόνες, τοποθετημένες με προσοχή στα κάγκελα, προειδοποιούσαν.
Κάθε απόγεμα, την ίδια ώρα, ο Ιάκωβος πήγαινε τη βόλτα του σε ένα πάρκο που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του. Το πάρκο αυτό, παρότι μικρό, ήταν μια μικρή όαση στο κέντρο της πόλης. Λίγα ξύλινα παγκάκια, στραμμένα σε ένα μικρό σιντριβάνι από το οποίο έτρεχε αδύναμα λίγο νερό, σχημάτιζαν κύκλο. Το καλοκαίρι, έξι μεγάλες μουριές σκέπαζαν με τα φύλλα τους σχεδόν όλο το μικρό πάρκο. Ο ίσκιος τους ήταν τόσο πυκνός που ακόμη και το μεσημέρι ο ήλιος δεν πέρναγε παρά μόνο σε πολύ μικρά ανοίγματα, σχηματίζοντας περίτεχνα σχέδια με φως.
Κάθε παγκάκι, όπου και αν βρίσκεται, έχει τη δική του ιστορία. Στο μικρό πάρκο η κάθε ώρα είχε τους δικούς τις επισκέπτες. Το πρωί κάθονταν άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας, συνήθως μόνοι, με μια εφημερίδα ή ένα μπουκάλι νερό. Πουλιά σταματούσαν να πιούν νερό από τις βρύσες που δεν έκλειναν καλά. Το απόγευμα γέμιζε με παιδιά, φωνές και μαμάδες με καροτσάκια που κουνούσαν γρήγορα. Όταν βράδιαζε, στα ίδια παγκάκια κάθονταν νεαρά ζευγάρια. Νέοι άκουγαν μουσική και έστελναν μηνύματα με τα κινητά τους τηλέφωνα, αυτοί κάθονταν στο πάνω μέρος από το παγκάκι. Όταν νύχτωνε το σκηνικό άλλαζε πάλι, άνθρωποι με μπουκάλια μπύρας μιλούσαν δυνατά. Άνθρωποι με διαφορετικές ενδυμασίες, από διάφορες χώρες του κόσμου, μιλούσαν στη γλώσσα τους.
Ο Ιάκωβος πήγαινε στο πάρκο κάθε μέρα την ίδια ώρα και καθόταν στην ίδια πάντα θέση. Η θέση αυτή ήταν το καλύτερο σημείο για εκείνον γιατί είχε την πιο μεγάλη σκιά. Όταν έφτανε στο παγκάκι έπρεπε να καθίσει εκεί. Αν η θέση του ήταν πιασμένη από κάποιον άλλον, εκείνος απλά έπρεπε να σηκωθεί και να φύγει. Αυτή την ώρα το παγκάκι ήταν μόνο για εκείνον.
Το ίδιο πάρκο, λιγότερο συχνά, επισκεπτόταν και ο Αντώνης. Πήγαινε εκεί κρατώντας στο χέρι του μια εφημερίδα για να τη διαβάσει στον ίσκιο. Καθόταν και εκείνος σε ένα συγκεκριμένο παγκάκι, όχι επειδή το είχε επιλέξει αλλά επειδή ήταν πάντα το μοναδικό άδειο. Σε μια από τις μεγάλες μουριές είχε σπάσει ένα μεγάλο κλαδί αφήνοντας σε ένα σημείο τον ήλιο να περνάει στο πάρκο. Αυτό το σημείο ήταν το παγκάκι του Αντώνη. Το μεγαλύτερο μέρος του είχε ήλιο και δεν το επέλεγε κανείς για να καθίσει, εκτός από εκείνον. Αυτό το παγκάκι ήταν το μοναδικό πράσινο παγκάκι του μικρού πάρκου. Στην πλάτη του είχε μια χαραγμένη μια καρδιά. Μικρές βαθιές μαχαιριές είχαν αφαιρέσει το πράσινο χρώμα και σχημάτιζαν μια καρδιά. Δίπλα στην καρδιά δύο αρχικά γράμματα μαζί που είχε σχεδόν σβήσει ο χρόνος.
Ο Αντώνης με τον Ιάκωβο είχαν γνωριστεί στο πάρκο, εδώ και χρόνια και κάθε μέρα αντάλλασσαν και από μερικές κουβέντες για την καθημερινότητα.
Όταν ο Αντώνης έπιανε τη θέση του στο παγκάκι, άνοιγε την εφημερίδα του, μάταια όμως προσπαθούσε να τη διαβάσει. Κάθε προσπάθεια να διαβάσει διέκοπτε κάποιο σχόλιο του Ιάκωβου. Έτσι, συνήθως την άφηνε δίπλα του για να τον ακούσει. Ο Ιάκωβος ήθελε να μιλήσει. Γκρίνιαζε για τα πάντα. Πότε του έφταιγε ο καιρός που είναι πολύ ζεστός, πότε το κρύο, πότε η βροχή και πότε ο αέρας. Έπειτα γκρίνιαζε για την κοινωνία και σχολίαζε τα παιδιά με τα κινητά και τις μητέρες τους με την ανάρμοστη ενδυμασία. Γκρίνιαζε για την πολιτική και την τοπική αυτοδιοίκηση, την έλλειψη καθαριότητας και τάξης. Ένας ακατάπαυστος μονόλογος.
Ο Αντώνης τον άκουγε με προσοχή και με ένα όμορφο μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Δίπλα του είχε αφήσει την εφημερίδα. Με τα χέρια του έκοβε ένα μικρό κομμάτι ψωμί και τάιζε ένα περιστέρι που τριγυρνούσε στα πόδια του. Όπως κάθε μέρα έτσι και αυτή ο Ιάκωβος έφυγε μουρμουρίζοντας, κοιτώντας τον δρόμο προσέχοντας μήπως πέσει σε κάποιο σπασμένο πλακάκι.
Όταν έφυγε, ο Αντώνης άνοιξε την εφημερίδα να διαβάσει τα νέα. Έπειτα, έψαξε τις τσέπες του να βρει άλλο ένα μικρό κομμάτι ψωμί που είχε φυλάξει για να ρίξει στο περιστέρι που τον περίμενε όση ώρα διάβαζε. Σηκώθηκε, κοίταξε τις μουριές και έσκυψε να μαζέψει δύο περιτυλίγματα από σοκολάτα που είχαν πέσει από τα μικρά χέρια των παιδιών. Όταν σηκώθηκε να φύγει, ένας επαίτης με ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά τον πλησίασε για να του δείξει τις ιατρικές εξετάσεις του παιδιού σε ένα χαρτί με πλαστική μεμβράνη. Ο Αντώνης έψαξε πάλι στις τσέπες του και έβγαλε χρήματα και μια καραμέλα για το μικρό παιδί.
Όταν ο μελαμψός άντρας έφυγε, τον πλησίασε μια κυρία. Η κυρία φορούσε ένα κόκκινο καπέλο και μαύρα γυαλιά που στο πλάι τους αναγραφόταν η ακριβή μάρκα τους με μεγάλα χρυσά γράμματα. «Το ξέρετε ότι αυτοί οι άνθρωποι που τους δώσατε τα χρήματά σας είναι απατεώνες; να μην τους δώσετε ξανά χρήματα!», είπε. Ο Αντώνης χαμογέλασε και προχώρησε για να φύγει. Η ώρα είχε περάσει και έκανε ζέστη. «Πέρασε και αυτή η μέρα, ζυγώνει Δεκαπενταύγουστος», είπε. «Δόξα τω Θεώ και σήμερα».