Γράφει ο Γιώργος Κουμουτσάκος: Πρώην αναπληρωτής υπουργός και πρώην ευρωβουλευτής, βουλευτής Β1 Βορείου Τομέα Αθηνών της Νέας Δημοκρατίας
Με μεγάλο ενθουσιασμό και προσμονή προσβλέπαμε όλοι μας να γιορτάσουμε φέτος την επέτειο των 200 χρόνων από την ελληνική επανάσταση. Κανείς μας όμως δεν είχε φανταστεί σε ποιες συνθήκες θα βιώσουμε αυτήν τη μεγάλη γιορτή του έθνους. Όμως, παρά τις πρωτόγνωρες αντιξοότητες, ο ενθουσιασμός παραμένει. Δεν κάμπτεται! Πιστεύω μάλιστα ότι μέσα σε αυτές τις ειδικές συνθήκες το νόημα της επετείου δυναμώνει. Αποκτά μια επιπλέον αξία αφού στα σημερινά ταραγμένα νερά λειτουργεί σαν φάρος που μας οδηγεί στην έξοδο από τη σημερινή θύελλα και στην πλεύση σε ήρεμα νερά μιας νέας προόδου.
Έχουμε κάθε λόγο να είμαστε περήφανοι σήμερα για ό,τι καταφέραμε τότε. Από αυτήν την περηφάνια αντλούμε δύναμη. Οι Έλληνες με την επανάσταση του 1821 υπήρξαν πρωτοπόροι και δημιούργησαν ένα, όχι μόνο τοπικό ή εθνικό αλλά και παγκόσμιο γεγονός που εμπνέει ακόμα. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στην επιτυχία αυτής της επανάστασης. Κυριότερος όλων, που διαπερνάει οριζόντια τους υπόλοιπους είναι η παιδεία, ο πολιτισμός και η ιστορία. Μαζί σφυρηλάτησαν την εθνική συνείδηση που ήταν η υπεροχή έναντι των άλλων γειτονικών λαών.
Μόνο τυχαίο δεν είναι το ότι οι Έλληνες ήταν αυτοί που με τον αγώνα τους ίδρυσαν το πρώτο κράτος που ανεξαρτητοποιήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αποτέλεσε έτσι παράδειγμα για άλλες χώρες στην περιοχή των Βαλκανίων που ακολούθησαν στον δρόμο της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας. Και αυτές όμως που ακολούθησαν, δεν κατόρθωσαν να γραφτούν με τα ίδια χρυσά γράμματα στην ιστορία, ούτε ξεσήκωσαν τόσο ισχυρά κινήματα υποστήριξης, από την Αμερική μέχρι την Ευρώπη και τη Ρωσία.
Ο ίδιος ο Σπυρίδων Τρικούπης στην ιστορία που έγραψε για την εποχή αναφέρει ότι οι Έλληνες, παρότι «δεσποζόμενοι», υπερείχαν και προόδευαν, ενώ οι Τούρκοι, παρότι «δεσπόζοντες» παρέμεναν στάσιμοι. Στα «κύτταρα» των προγόνων μας υπήρχε η αρχαία και η βυζαντινή αναφορά, ενώ η γλώσσα που μιλούσαν έλεγε για χιλιάδες χρόνια τη «θάλασσα, θάλασσα» και το «φως, φως». Πολλοί Έλληνες της εποχής ήταν λόγιοι και μορφωμένοι, σε αντίθεση με άλλους λαούς που ζούσαν στη σκιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παράλληλα, το εμπόριο αποτελούσε για πολλούς διαβατήριο ανοιχτών οριζόντων και επαφής με νέες ιδέες, άλλους πολιτισμούς και σύγχρονα ρεύματα κατά της απολυταρχίας και υπέρ της ανεξαρτησίας των λαών.
Ο πολιτισμός, η γλώσσα και η ιστορία μας ήταν αυτά που γοήτευσαν και συγκίνησαν και τους φιλέλληνες που βοήθησαν και ύμνησαν την επανάσταση. Βοήθησαν τον αγώνα όχι μόνο εξ αποστάσεως με τις φιλελληνικές επιτροπές, τα χρήματα που συγκέντρωναν και τα κείμενα που ευαισθητοποίησαν ευρωπαϊκούς λαούς, αλλά και με τους ίδιους τους εθελοντές που ήρθαν στην Ελλάδα να πολεμήσουν για μια ιδέα αναγέννησης. Κάποιοι έδωσαν ακόμα και τη ζωή τους για τη δική μας ελευθερία. Και αυτό οφείλουμε να το θυμόμαστε.
Μαζί με την ελευθερία των Ελλήνων ανα-γεννήθηκε και ισχυροποιήθηκε και η εθνική μας ταυτότητα. Σε μια εποχή που η έννοια του έθνους εισβάλλει δυναμικά στο προσκήνιο της ιστορίας, η Οθωμανική Αυτοκρατορία που δεν διέκρινε εθνικές ταυτότητες παρά μόνο θρησκείες. Για την Πύλη η επανάσταση ήταν πρωτίστως μια εξέγερση αλλόθρησκων που υποκινούνταν από ξένα συμφέροντα. Έπεσαν έξω σε όλα.
Η επανάσταση ήταν πρωτίστως εθνική και ταυτόχρονα θεμελιωμένη στη χριστιανική πίστη και την ορθοδοξία. Το όνειρο της κοινής πατρίδας και της κοινής θρησκείας ήταν η βασική αναφορά, έμπνευση και κίνητρο όλων όσων συμμετείχαν. Ο κοινός αγώνας δεν είχε να κάνει απλώς με τοπικές διεκδικήσεις και συμφέροντα, αλλά με κάτι πολύ μεγαλύτερο. Τι άλλο εκτός από ένα όνειρο για μια νέα αυτόνομη πατρίδα θα μπορούσε να κινητοποιήσει τόσο διαφορετικές και συχνά ετερόκλητες κατηγορίες και προσωπικότητες; Τα όπλα σήκωσαν μαζί λόγιοι, έμποροι, κληρικοί, φιλέλληνες εθελοντές, πλούσιοι Έλληνες της διασποράς και λαϊκοί άνθρωποι της υπαίθρου. Και όλα αυτά τα χέρια που κρατούσαν τα όπλα τα δυνάμωνε το αίσθημα της εθνικής ταυτότητας και η ανάγκη για ελευθερία. Αυτό ένωσε τόσους πολλούς για έναν σκοπό που ορθολογικά φαινόταν άπιαστος.
Σήμερα, 200 χρόνια μετά, οφείλουμε να ανατρέξουμε, να διδαχτούμε και να δυναμώσουμε από εκείνην την ορμή ελευθερίας που έριξε τα φράγματα ενόςστεγνού ορθολογισμού, στερημένου από τους χυμούς του «παράλογου» εθνικού ενθουσιασμού. Το κόστος ήταν μεγάλο αλλά η νίκη μεγαλειώδης. Το μπορέσαμε τότε, το μπορούμε και σήμερα.
Δείτε: Αφιέρωμα της «Α»: 1821-2021: 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση