Γράφει ο Αναστάσιος Αγγ. Στέφος – Ειδικός γραμματέας Π.Ε.Φ. αντιπρόεδρος του Συλλόγου «Οι Φίλοι του Μουσείου Γ. Δροσίνη».
Στις 27 Φεβρουαρίου συμπληρώθηκαν 79 χρόνια από τον θάνατο του κορυφαίου ποιητή Κωστή Παλαμά (1859-1943), ένα ιστορικό γεγονός που σφράγισε μια φοβερή, για τη μοίρα του Ελληνισμού, εποχή και αποτέλεσε εθνικό πένθος. Η είδηση του θανάτου, στο σπίτι του στην Πλάκα (Περιάνδρου 5), διατηρητέο κτήριο, μεταδόθηκε αστραπιαία από τον αθηναϊκό και απογευματινό τύπο της 27ης και 28ης Φεβρουαρίου 1943, καθώς και από τον ελληνικό και ξένο τύπο του εξωτερικού. Απέθανεν σήμερον την πρωίαν ο μεγάλος μας ποιητής Κωστής Παλαμάς, ολίγας μόνον ημέρας μετά τον θάνατον της συζύγου του. Ο λαός πληροφορήθηκε συντετριμμένος πως η «η τρισεύγενη μορφή της ρωμιοσύνης» έπεσε σαν μαρμάρινη κολόνα κάποιου πανάρχαιου ναού, εκεί στη συνοικία των θεών, κάτω από τον ιερό βράχο, «στο βωμό του λατρεμού, της πολιτείας το κάστρο».
Η κηδεία του έγινε, με συγκινητική συμμετοχή του πλήθους, δημοσία δαπάνη, κατόπιν αποφάσεως του Προέδρου της Κυβερνήσεως, την Κυριακή, 28 Φεβρουαρίου 1943, στις 11π.μ., στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Ο Δήμος Αθηναίων πρόσφερε τιμητικά το μνήμα, σε περίοπτη θέση, και ο τάφος του με τα κυπαρίσσια αποτελεί σήμερα ευλαβικό προσκύνημα των επισκεπτών.
Το Α’ Νεκροταφείο είχε γεμίσει, από νωρίς, από κόσμο όλων των τάξεων: ακαδημαϊκούς, καθηγητές Πανεπιστημίου, Πολυτεχνείου και Ανωτάτων Σχολών, πολιτευόμενους και απλούς πολίτες, ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης, φοιτητές, φοιτήτριες και ανθρώπους του λαού, που ήρθαν όλοι με συγκίνηση να συνοδεύσουν τον ποιητή του Γένους στην τελευταία του κατοικία: μια πάνδημη συμμετοχή του κοινού που προσέλαβε τη μορφή εθνικής εκδήλωσης. Τα προπύλαια της πολιτείας των νεκρών είχαν κατακλυσθεί από το πλήθος και η εκκλησία του νεκροταφείου ήταν γεμάτη ασφυκτικά. Τη νεκρώσιμη ακολουθία έψαλε μόνος του, με κατάνυξη που συγκίνησε όλο τον κόσμο, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός, ο οποίος εξεφώνησε και επικήδειο στον «μεγάλο ποιητή της Ελλάδος», τονίσας το εθνικό και χριστιανικό περιεχόμενο του έργου του.
Στη συνέχεια, ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός, πρωταγωνιστής στην κηδεία, με την ποιότητα του υπεύθυνου πνευματικού ανθρώπου, απήγγειλε, επάνω από το σεπ’το σκήνωμα του ποιητή, με φωνή βροντώδη και επιβλητική, μέσα σε λυγμούς, ένα αριστουργηματικής έμπνευσης ποίημα, που αποκορύφωσε την ατμόσφαιρα της ψυχικής αντίστασης και πυροδότησε τις ψυχές όλων, ακούστηκε και στον περίβολο του ναού και επέτεινε τον θρήνο γύρω από το φέρετρο του ποιητή, αντηχώντας σαν καμπάνα εθνικού συναγερμού.
Ηχήστε, οι σάλπιγγες…
Καμπάνες βροντερές
δονήστε σύγκορμη τη χώρα,
πέρα ως πέρα…
Βογκήστε, τύμπανα πολέμου…
Οι φοβερές σημαίες,
ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!…
Βόγκα, Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές,
στης Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε τον αέρα!
Το εγερτήριο, πολεμιστήριο αυτό σύνθεμα που προκάλεσε βαθύτατο συγκλονισμό στις ψυχές όλων, δονώντας τες, στους χαλεπούς καιρούς της γερμανικής κατοχής, με τις βροντερές καμπάνες της λευτεριάς.
Στη συνέχεια, ένας άλλος ποιητής, θαρραλέος και αποφασιστικός, ο λυρικός ραψωδός Σωτήρης Σκίπης, με τόνους πιο χαμηλούς και πιο τρυφερούς, κατήγγειλε, με την πατριωτική του φωνή, την απάνθρωπη τυραννία.
…Μάτια στερεμένα από τις τόσες / συμφορές / δάκρυα δε θα χύσουνε για Σένα. / Θα σε κλάψουνε μια μέρα / οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν / έναν- έναν, / σαν ξυπνήσουν απ’ τη μέθη τους / κι αντικρύσουν τις ερημιές / εσκορπίσανε στο διάβα τους / σ’ αναρίθμητες καρδιές.
Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου / το Αχερούσιο, το στερνό… / οι Έλληνες σε χαιρετάνε, / σαν να προμηνάνε την Ανάσταση, / ω μεγάλε ραψωδέ μας.
Ακολούθησε η τελετουργία του ενταφιασμού του φερέτρου που το σήκωναν οι Σικελιανός, Σκίπης, Σπύρος Μελάς και φοιτητές και το χάιδευε στοργικά το χειμωνιάτικο αττικό φως, φωτίζοντας, για τελευταία φορά, τη βιβλική μορφή του βάρδου της Ρωμιοσύνης, που ύμνησε την Ελλάδα σ’ όλο του το έργο.
Αλλά το πιο συγκινητικό, όταν το φέρετρο κατέβαινε στον τάφο, μια βαριά και ζεστή φωνή, παλλόμενη από τους παιάνες που ενέπνευσαν τους τραγικούς ποιητές, η φωνή της μεγάλης τραγωδού Μαρίκας Κοτοπούλη άρχισε να απαγγέλλει τις πρώτες στροφές του Εθνικού μας Ύμνου, σαν διαμαρτυρία και σαν όρκο, ενώ μέσα από τους φοιτητές ακούσθηκε η τρομερή κραυγή: – Ζήτω η ελευθερία. Ζήτω η Ελλάδα!
Τότε σύσσωμος ο αθηναϊκός λαός έψαλε, κάτω από τα όπλα των Γερμανών, τον Ύμνο στην Ελευθερία του Διονυσίου Σολωμού, που ακούσθηκε σ’ όλη την περιοχή του νεκροταφείου και έξω από αυτό. Έτσι, ο ποιητής μας και την ύστατη ώρα της ταφής του πρόσφερε, ως πνευματικός ηγέτης, στο χειμαζόμενο έθνος, το φως της ελπίδας, την πίστη του λαού μας στο μεγάλο αγαθό της ελευθερίας. Αυτή η ταφή δεν είχε το θρήνο του θανάτου, αλλά τον ύμνο της αθανασίας, δεν ήταν πόνος, αλλά ενθάρρυνση, μια πράξη ενεργητικής αντίστασης στον κατακτητή, μια προφητεία και ένα προμήνυμα μιας νέας χαραυγής, που οδήγησε στην απελευθέρωση. (Βλ. Μανώλη Μιλτ. Παπαδάκη, Η κηδεία του Παλαμά και ο Σικελιανός).