Θόδωρε, θα μπεις στο ψηφοδέλτιο, δεν είν’ έτσι; με ρώτησε ο επικεφαλής υποψήφιος Δήμαρχος, προβλέποντας τη θετική μου απάντηση.
Η πρότασή του, στιγμιαία μού προκάλεσε μια ικανοποίηση, κάτι σαν το γαργαλητό που κάνει η μάνα στο παιδί και κείνο ξεκαρδίζεται στα γέλια. Μόνο που εγώ δεν γέλασα, μάλλον μελαγχόλησα. Στοχάστηκα αμέσως την ευθύνη να πρέπει να εκφράσω στο αυριανό δημοτικό συμβούλιο τη φωνή εκατό και πλέον συνδημοτών. Και τι είναι αλήθεια αυτές οι φωνές; Είναι κάποιες προσδοκίες που αφορούν το γενικό καλό ή ένα σύνολο από προσωπικά ρουσφέτια;
Ωστόσο έλυσα την απορία μου, λέγοντας στο εαυτό μου ότι δεν θα περιμένω να ακούσω τι θέλουν να μου πουν οι ψηφοφόροι μου, αλλά θα τους πω τι σκοπεύουμε να κάνουμε εμείς σαν νέα δημοτική Αρχή.
Αφού λοιπόν είπα το «ναι», φόρεσα τη «σοβαρότητά» μου, πήρα αγκαλιά μια στοίβα από έντυπα και ξεκίνησα για την προεκλογική προβολή του προγράμματος, του επικεφαλής αλλά κι εμού του ιδίου.
Στα πρώτα σπίτια που μου άνοιξαν δεν χασομέρησα πολύ. Παρέδωσα στο χέρι το υλικό, συστήνοντας ταυτόχρονα τον εαυτό μου. Όπου δεν μου άνοιξαν, άφησα τα έντυπα στο θυρωρείο, εκεί που σε σωρό βρίσκονταν και των αντιπάλων παρατάξεων!.. «Σιγά μην τα διαβάσουν» είπα μέσα μου κι έκλεισα την πόρτα πίσω μου.
Πέρασα από στάσεις για λεωφορεία, καφενεία, ζαχαροπλαστεία, κ.λ.π. Ο κόσμος μ’ έβλεπε αδιάφορος, με εξαίρεση μια δυό περιπτώσεις που μου είπαν με συμπόνια: «α! εσείς, σας θυμόμαστε από το σύλλογο γονέων στο Γυμνάσιο, καλή επιτυχία να ‘χετε»!
Ως εδώ καλά, όλα προβλεπτά, τίποτα ασυνήθιστο.
Χτυπάω το κουδούνι, Αγίας Μαρίνας 19. Στο άνοιγμα, ένας καλοβαλμένος κύριος, ευγενικός, γύρω στα πενήντα πέντε. Μόλις του λέω το λόγο της επίσκεψης, με οδηγεί φιλόξενα αμέσως στο σαλόνι.
Εγώ βέβαια από τη μια το είδα θετικά γιατί «θα έχω -είπα μέσα μου- την ευκαιρία να του κάνω πλύση εγκεφάλου», από την άλλη όμως φοβόμουν μήπως δεν καλύψω το πλάνο (ντελίβερι) που είχα βάλει στον εαυτό μου κι ο ήλιος κόντευε να βασιλέψει.
– Αλήθεια σας ξέρω; με ρώτησε με κάποια προσποιητή μάλλον απορία ο οικοδεσπότης, ενώ μου πρόσφερε ένα ποτήρι με ουίσκι.
– Νομίζω όχι, του απάντησα με ειλικρίνεια.
– Τότε γιατί να σας ψηφίσω; με ρώτησε ξαφνικά και απρόβλεπτα.
– Εεεε, τι να σας πω τώρα, τραύλισα αμήχανα, ανέτοιμος να δώσω μια πειστική απάντηση… Είναι δική σας απόφαση τι θα κάνετε, εγώ απλά ήρθα να σας ενημερώσω για το πρόγραμμα.
– Όχι μόνο για το πρόγραμμα!… με αποπήρε ευγενικά, ενώ ξεφύλλιζε το έντυπο με τα βιογραφικά των υποψηφίων συμβούλων. Το πρόγραμμα αν θέλω, «το κατεβάζω» κι απ’ το διαδίκτυο. Ήρθατε για την ψήφο μου, αυτή είναι η αλήθεια. Γι’αυτό θα επιμείνω στο ερώτημα: Γιατί να σας ορίσω πληρεξούσιό μου στο Δημοτικό Συμβούλιο;
Αισθάνθηκα ότι με είχε κολλήσει στον τοίχο! Με έβαζε στη δοκιμασία να πρέπει να του αποδείξω ότι το αξίζω να με ψηφίσει. Κι αυτό θα ήταν μια πολύ άχαρη κουβέντα. Εκείνος βλέποντας την αμηχανία μου προσπάθησε να με ξεμπλοκάρει: