Έχω πολύ καιρό να γράψω στην αγαπημένη μου ΑΜΑΡΥΣΙΑ εκτός των άλλων και λόγω της μακρόχρονης διαμονής μου στη Σύρο. Τώρα όμως στην Αθήνα και με τόσα καυτά γεγονότα είναι αδύνατο, πιστεύω, κάποιος που ψάχνει τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων, να μην επιθυμεί να συνομιλήσει με τους συμπολίτες του προφορικά ή γραπτά.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τα ερεθίσματα που με οδήγησαν στις σκέψεις του παρόντος κειμένου:
Ερέθισμα Πρώτο: Τα σκουπίδια στους δρόμους σωρεύονται συνεχώς, γιατί οι εργαζόμενοι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης απεργούν και καταλαμβάνουν τους Δήμους. Τα κρατικά ΜΜΕ δεν ψυχαγωγούν και δεν ενημερώνουν τους πολίτες, γιατί οι εργαζόμενοι στην κρατική τηλεόραση και το ραδιόφωνο απεργούν. Οι υπάλληλοι της Βουλής προσπαθούν να κάνουν «γιουρούσι» και να καταλάβουν το ναό της Δημοκρατίας, γιατί ο Υπουργός Οικονομικών προσπάθησε να καταθέσει τροπολογία μείωσης των απαράδεκτων προνομίων τους.
Ερέθισμα Δεύτερο: Σε ευρωπαϊκό επίπεδο όλες οι χώρες -και όχι μόνο οι χώρες του Νότου- εφαρμόζουν πολιτικές λιτότητας για να συγκρατήσουν τα δημόσια ελλείμματά τους. Επίσης τα ευρωπαϊκά και τα διεθνή θεσμικά όργανα επιμένουν ότι η χώρα μας πριν από οποιαδήποτε δική τους ενέργεια, πρέπει να τηρήσει απαρέγκλιτα τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει έναντι των πιστωτών της.
Ερέθισμα Τρίτο: Ο Γιώργος Παπανδρέου, προκειμένου να γίνει πρωθυπουργός ισχυριζόταν ότι «λεφτά υπάρχουν». Ο Αντώνης Σαμαράς, προκειμένου να γίνει πρωθυπουργός ισχυριζόταν ότι θα καταργήσει το «Μνημόνιο». Ο Αλέξης Τσίπρας προκειμένου να γίνει πρωθυπουργός ισχυρίζεται το ίδιο. Παρά όμως τις θεωρίες και τα λόγια, τους ισχυρισμούς και τις αναλύσεις, τις προτάσεις και τις αντιπροτάσεις, η εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική από τον Γ. Παπανδρέου, τον Λ. Παπαδήμο τον Α. Σαμαρά, πιστεύω και από τον Αλ. Τσίπρα -αν καταλάβει την εξουσία- είναι ίδια και απαράλλαχτη τόσο στη χώρα μας, όσο και σε όλο τον κόσμο, εκτός των ΗΠΑ: λιτότητα και διαρθρωτικές αλλαγές.
Και εφόσον τα πράγματα είναι τόσο ξεκάθαρα με την έννοια ότι το γίγνεσθαι διαμορφώνεται από πανίσχυρες δυνάμεις του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος εκτός του εθνικού ελέγχου, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός; Μπορώ εύκολα να εκφράσω μια άποψη για τους πολιτικούς αρχηγούς των κομμάτων εξουσίας -του ΣΥΡΙΖΑ πλέον συμπεριλαμβανομένου- και το στενό τους κύκλο. Για λόγους που περιγράφω στο βιβλίο μου «ΘΛΙΜΜΕΝΟΙ ΝΑΡΚΙΣΣΟΙ», όλοι αυτοί θέλουν μανιασμένα την εξουσία έναντι οποιουδήποτε τιμήματος, ακόμη και κρατώντας στα χέρια μια απασφαλισμένη βόμβα, και για να την αποκτήσουν «χαϊδεύουν τα αφτιά» ενός συναισθηματικού και ανώριμου λαού. Με τους άλλους όμως τι γίνεται; Προς τι το μίσος και ο σπαραγμός των πάσης φύσεως συντεχνιών; Δεν καταλαβαίνουν; Δεν έχουν τον κοινό νου; Όπως βλέπετε δεν αναφέρομαι καθόλου στους άνεργους και νεόπτωχους του ιδιωτικού τομέα. Εκεί παρακολουθείς τον αβάσταχτο πόνο τους και αν δεν μπορείς να συμπάσχεις, τουλάχιστον σιωπάς. Για τους άλλους όμως τους βολεμένους -και τώρα μερικά ξεβολεμένους- ενός συστήματος που καταρρέει, έχω να πω δυο λόγια. Κατ’ αρχήν όλοι αυτοί δίνουν μάχες οπισθοφυλακής και κρατούν τα μπαϊράκια των αντιπολιτευόμενων αντιμνημονιακών και αντισυστημικών κομμάτων. Είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, πιστεύουν ότι με κάποιο μαγικό τρόπο, ακόμη και με… μετοχές της Τράπεζας της Ανατολής, είναι δυνατόν να ξαναγυρίσουν στην παλιά… καλή εποχή. Αυτούς τους συμπολίτες μας, τους «μαχητές του πελατειακού κράτους», τους ανθρώπους του υπερβάλλοντος συναισθήματος και της άρνησης της λογικής τούς φοβάμαι ιδιαίτερα και τους φοβάμαι γιατί δεν μπορώ να συζητήσω μαζί τους, γιατί η λογική και τα επιχειρήματα προσκρούουν πάνω σ’ ένα γρανιτένιο, συναισθηματικό τοίχο και γιατί τελικά δεν ελέγχονται. Θα ήθελα όμως να τεκμηριώσω καλύτερα το φόβο μου, αναλύοντας παρακάτω τις εθνικές και παγκόσμιες συνιστώσες του.
Πρώτον, λοιπόν, φοβάμαι το άναρχο και ανεξέλεγκτο συναίσθημα, που μπορεί κάποια στιγμή να ξεχειλίσει στους δρόμους της πατρίδας μας. Υπάρχουν στην πατρίδα μας άνθρωποι που τα βρήκαν στη ζωή τους εύκολα και τώρα που ήρθανε τα πάνω κάτω δεν μπορούν να συμβιβαστούν. Ας εξετάσουμε για παράδειγμα τη συμπεριφορά των εργαζομένων των ΟΤΑ που αυτή την εποχή απεργούν, μη εντάσσοντας βεβαίως την ανάλυση στο πεδίο της μανιχαϊστικής λογικής και της ηθικής αξιολόγησης. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι εργαζόμενοι αυτοί έχουν προσληφθεί ρουσφετολογικά -σε αναλογία τριών έναντι ενός- από τους εκάστοτε δημάρχους, ή δημοτικούς συμβούλους, διαθέτουν ελάχιστα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, δεν κουράστηκαν να διαβάσουν, δεν αγχώθηκαν σε εξετάσεις αξιολόγησης, δεν πικράθηκαν από αποτυχίες. Κατάφεραν να βολευτούν χάρη σε δύο πανίσχυρα όπλα ελληνικής κατασκευής και προελεύσεως: μαγκιά και τσαμπουκά. Είτε οι ίδιοι, είτε οι δικοί τους διέθεσαν τον εαυτό τους όχι για ιδέες, αλλά για συγκεκριμένα πρόσωπα, επιτυγχάνοντας κατόπιν την αντιπαροχή. Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι -στους οποίους συμπεριλαμβάνονται σε μεγάλο βαθμό και οι συνδικαλιστές- που πήραν τη θεσούλα με ανορθόδοξα μέσα, που ίσως κόλλησαν αφίσες και έφαγαν ξύλο από τους οπαδούς της αντίπαλης παράταξης, όπου και αν εργάζονται στους ΟΤΑ, στη ΔΕΗ -έντεκα χιλιάδες προσλήφθηκαν από τα παράθυρα την τριετία Μητσοτάκη- στη Βουλή, σε άλλους δημόσιους φορείς, διακρίνονται για τη μαγκιά και τον τσαμπουκά τους και δεν κάνουν εύκολα πίσω. Αυτοί οι άνθρωποι δεν κάνουν συγκρίσεις τού κατά κεφαλήν εισοδήματος της χώρας μας με τις Βαλκανικές Χώρες, δεν καταλαβαίνουν από δάνεια, μνημόνια, PSI, CDS και οικονομικές αναλύσεις, δεν καταλαβαίνουν από αξιοκρατικές προσλήψεις και κράτος δικαίου, έχουν μάθει να λύνουν τα προβλήματά τους με μαγκιά και τσαμπουκά και αυτό είναι που μου προκαλεί μεγάλο φόβο.
Η δεύτερη συνιστώσα του φόβου μου έχει σχέση με την αλλαγή της εφαρμοζόμενης, λόγω μνημονίου, εθνικής οικονομικής πολιτικής. Ειδικότερα οι εταίροι και πιστωτές μας, διά του μνημονίου, μας επιβάλλουν την εφαρμογή μιας οικονομικής πολιτικής που έχει ως στόχο την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, μέσω της αξιοποίησης των συγκριτικών της πλεονεκτημάτων (αγροτοβιομηχανία, τουρισμός, ναυτιλία, εναλλακτικές πηγές ενέργειας κ.τ.λ.) την ταυτόχρονη καθιέρωση και εφαρμογή κανόνων και πρακτικών αξιοκρατίας, διαφάνειας και πάταξης της διαφθοράς. Και εδώ ανακύπτει μια άλλη αιτία του φόβου μου: Τι θα γίνει με τους συμπολίτες μας της «γκρίζας» Ελλάδας, που τώρα γκρεμίζεται; Τι θα κάνουν όλοι αυτοί που βολεύτηκαν με το παλιό σύστημα και τώρα λόγω κουλτούρας και μειωμένων προσόντων αδυνατούν να προσαρμοστούν στο νέο αξιοκρατικό παραγωγικό μοντέλο;
Η τρίτη αιτία του φόβου μου έχει σχέση με την ίδια τη φύση του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Φοβάμαι βέβαια για την έκβαση των ενδοσυστημικών του συγκρούσεων και την πιθανή πρόκληση «ατυχήματος», αλλά κυρίως φοβάμαι όταν σκέπτομαι μήπως αυτό με την τελευταία μορφή του, αυτή του καπιταλισμού – καζίνο, έχει φθάσει στα όριά του. Δηλαδή φοβάμαι μήπως η εκτατική και εντατική εκμετάλλευση των παγκόσμιων φυσικών πόρων, μέσω του «κόλπου» του πλασματικού χρήματος των αγοροποιημένων κεφαλαίων, που είχε ως συνέπεια την αυξημένη δυνατότητα κατανάλωσης μεγάλου ποσοστού των κατοίκων του πλανήτη, έχει φθάσει στα όριά της και πρέπει να γυρίσουμε πίσω. Το «πίσω» όμως δεν σημαίνει μόνο αποκαθήλωση της θεάς κατανάλωσης, σημαίνει κυρίως πόνο, δάκρυα, θυμό, αγανάκτηση, δηλαδή το εκρηκτικό μείγμα που τινάζει στον αέρα από οικογένειες και κράτη μέχρι παγκόσμια οικονομικά συστήματα. Ίσως ο καπιταλισμός μετά τη νίκη του το 89 να έρθει αντιμέτωπος με τις ίδιες καταστάσεις που οδήγησαν στην κατάρρευση το σύστημα των πρώην σοσιαλιστικών χωρών.
Για όλα αυτά λοιπόν φοβάμαι πολύ, γιατί τελικά το διακύβευμα για τη χώρα μας, όπως λέει και ο Στέλιος Ράμφος, δεν είναι Ευρώ ή Δραχμή, αλλά Ευρώπη ή Αφρική. Γιατί αν βρεθούμε εκτός Ευρώπης, θα μείνουμε μόνοι με τον κακό εαυτό μας και τότε η Αίγυπτος και η Λιβύη θα έρθουν πιο κοντά μας…
Δημήτρης Σουλιώτης