Οι επίσημες επισκέψεις αρχηγών ξένων κρατών αντιμετωπίζονται σήμερα από το ευρύ κοινό με αδιαφορία και εκνευρισμό, κυρίως λόγω των κυκλοφοριακών προβλημάτων που προκαλούν τα μέτρα ασφαλείας. Άλλοτε όμως αποτελούσαν γεγονός που προκαλούσε μεγάλο ενθουσιασμό και έκανε χιλιάδες ανθρώπους να αφήσουν τα σπίτια και τις δουλειές τους για να βγουν στους δρόμους και να δουν διά ζώσης τις τελετές υποδοχής και τα πρόσωπα εκείνα που γνώριζαν μόνο από τις στήλες των εφημερίδων – και αργότερα από το ραδιόφωνο. Μια τέτοια στιγμή έζησε το μικρό Μαρούσι το πρωί της 28ης Μαρτίου 1907, όταν πέρασε από εδώ ο βασιλιάς της Ιταλίας Βίκτωρ Εμμανουήλ ο Γ’, που πραγματοποιούσε επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα.
Την εποχή εκείνη, η σημερινή οδός βασιλίσσης Σοφίας του Μαρουσιού αποτελούσε μέρος του κεντρικού δρόμου που ένωνε την Αθήνα με την Κηφισιά και από εκεί με το Τατόι – η παράκαμψη του κέντρου του οικισμού κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1920. Στο Τατόι βρίσκονταν τα εξοχικά ανάκτορα της ελληνικής βασιλικής οικογένειας και ο βασιλιάς Γεώργιος συνήθιζε να καλεί τους ξένους του να τα επισκεφθούν. Όταν η μετάβαση στο Τατόι γινόταν με άμαξες, ή αργότερα με αυτοκίνητα, όλη η ακολουθία περνούσε από το κέντρο του Μαρουσιού και οι κάτοικοί του ήταν εξοικειωμένοι με αυτές τις παρουσίες.
Η επίσημη επίσκεψη του βασιλιά της Ιταλίας, που άρχισε στις 26 Μαρτίου του 1907 με την υποδοχή του στην Αθήνα, περιλάμβανε, μετά από αλλεπάλληλες συναντήσεις και δεξιώσεις, μια πρωινή επίσκεψη στο Τατόι. Δεδομένου ότι το πρόγραμμα ήταν ήδη γνωστό από τις εφημερίδες, το Μαρούσι προετοιμάστηκε για να χαιρετίσει τον διερχόμενο Βίκτωρα Εμμανουήλ και τη βασιλική οικογένεια. Ο λόγος στο φύλλο 1909 της 29ης Μαρτίου 1907 της εφημερίδας ΝΕΟΝ ΑΣΤΥ:
«Το Αμαρούσιον από πρωίας πληροφορηθέν περί της εκδρομής των Βασιλέων εις το Τατόι, ευρίσκετο ολόκληρον επί ποδός κατά την εκ του χωρίου διέλευσιν των αυτοκινήτων. Οι μαθηταί τού εκεί δημοτικού σχολείου με τον διδάσκαλόν των κ. Λεκόν επί κεφαλής, από βαθυτάτης πρωίας είχον στρώσει τον δρόμον με μύρτα και με άνθη, συγκεντρωμένοι δε και ανθοφορούντες ανέμενον την διάβασιν των βασιλέων. Οι χωρικοί και αι χωρικαί, φέροντες τα γιορτινά των είχον χυθή προς τον δρόμον, ο οποίος παρουσίαζε κατά την ώραν εκείνην ένα από τα γραφικώτερα θεάματα. Όταν διήλθον τα αυτοκίνητα, ουρανομήκεις ζητωκραυγαί εδόνησαν τον αέρα, βροχή δε ανθέων κατεκάλυψε τους επιβαίνοντας. Τα αυτοκίνητα ταχέως βαίνοντα είχον εξαφανισθή πλέον εις την καμπήν του δρόμου, αι ζητωκραυγαί όμως και αι ανευφημίαι επί μακρόν αντήχουν εις το Αμαρούσιον. Χαρακτηριστικόν είνε, ότι ο εκ των παρακολουθούντων την πομπήν Ιταλός αστυνόμος κ. Φούρολο τόσον συνεκινήθη από τας ενθουσιώδεις εκδηλώσεις των χωρικών και ιδίως των μικρών μαθητών, ώστε οι οφθαλμοί του επληρώθησαν από δάκρυα».
Το αναφερόμενο δημοτικό σχολείο στεγαζόταν στο σημερινό Παλαιό Δημαρχείο, επάνω δηλαδή στο δρόμο απ’ όπου πέρασε το κομβόι των αυτοκινήτων. Ο δάσκαλός του ήταν ο Μιλτιάδης Λεκός, πρωτοπόρος του σχολικού αθλητισμού και –σύμφωνα με τον Τάκη Πολιτόπουλο– πρώτος πρόεδρος του Γυμναστικού Συλλόγου Αμαρουσίου. Ο δε δρόμος που στολίστηκε με μυρτιές και λουλούδια, είχε την εποχή εκείνη χωμάτινο οδόστρωμα.
Ένα άλλο σημείο του ρεπορτάζ της ίδιας εφημερίδας μάς επιτρέπει να αναπαραστήσουμε καλύτερα το θέαμα της διερχόμενης πομπής:
«Του πρώτου αυτοκινήτου επέβησαν ο Βασιλεύς Γεώργιος φέρων μικράν στολήν στρατηγού μετά του Βασιλέως της Ιταλίας, φέροντος επίσης μικράν στολήν ναυάρχου, και ο Πρίγκηψ Ανδρέας, όστις και ωδήγει το αυτοκίνητον. Του δευτέρου αυτοκινήτου επέβησαν ο Διάδοχος, η Πριγκήπισσα Σοφία, ο Πρίγκηψ Νικόλαος και η Πριγκήπισσα Ελένη. Του τρίτου αυτοκινήτου επέβησαν η Α.Μ. η Βασίλισσα, η Πριγκήπισσα Αλίκη και ο Πρίγκηψ Γεώργιος. Των λοιπών αυτοκινήτων επέβησαν οι Ιταλοί υπουργοί, ο αυλάρχης κ. Παπαρρηγόπουλος, ο υπασπιστής κ. Μηλιώτης και η λοιπή ακολουθία. Εις μικράν απόστασιν των βασιλικών αυτοκινήτων είπετο ιδιωτικόν αυτοκίνητον, του κ. Ν. Σιμοπούλου, του οποίου επέβαινον ο διευθυντής της αστυνομίας κ. Δαμηλάτης, ο κ. Τρουπάκης και ο ανώτερος υπάλληλος της ιταλικής μυστικής αστυνομίας κ. Φούρολο».
Σημειώνεται ότι τα αυτοκίνητα εκείνη την εποχή ήταν ακόμη ελάχιστα – επρόκειτο για μια εντελώς νέα εφεύρεση, και το πρώτο το είχε φέρει στην Αθήνα πριν από λίγα μόλις χρόνια ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Τον ενθουσιασμό του κόσμου τροφοδοτούσε οπωσδήποτε και το θέαμα των τόσων πολλών αυτοκινήτων, εκτός από τους εστεμμένους με τις επίσημες στολές.
Ο μικρόσωμος Βίκτωρ Εμμανουήλ, που είχε ανεβεί στον ιταλικό θρόνο το 1900, βασίλευσε για 46 χρόνια. Επί των ημερών του η Ιταλία αναδείχτηκε σε μεγάλη δύναμη και υιοθέτησε, ιδίως μετά την επικράτηση του φασισμού, μια ακραία επεκτατική πολιτική. Εξακολουθούσε να βασιλεύει όταν η χώρα του επιτέθηκε κατά της Ελλάδας το 1940 – μια εποχή πολύ διαφορετική από το 1907. Πέθανε έκπτωτος στην Αίγυπτο το 1947.
Γιώργος Πάλλης, ιστορικός – ερευνητής