Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης – Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 29/06/2024
Στη σελίδα 14 μπορείτε να διαβάσετε μια σύνοψη της ετήσιας έρευνας του Reuters Institute σχετικά με τις τάσεις του ελληνικού κοινού ως προς τη χρήση και προτίμηση των ΜΜΕ της χώρας. Εμείς όταν είδαμε τα αποτελέσματα ομολογούμε ότι νιώσαμε έκπληξη: Στην πρώτη θέση στην κατηγορία της αξιοπιστίας της ενημέρωσης, βρέθηκε η γενική κατηγορία περιφερειακός/τοπικός Τύπος! Και μάλιστα με πολύ μικρό ποσοστό των ερωτηθέντων να επιλέγει να απαντήσει ότι τον θεωρεί «αναξιόπιστο».
Ασφαλώς η απάντηση αυτή της πλειοψηφίας όσων κλήθηκαν να συμμετάσχουν στη έρευνα του εκ των κορυφαίων παγκοσμίως και διαχρονικά ειδησεογραφικού πρακτορείου, εκτός από έκπληξη, μας γεμίζει με ευθύνη να συνεχίσουμε, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά εμάς εδώ στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ, απαρέγκλιτα στον ίδιο δρόμο που δημοσιογραφικά ακολουθούμε εδώ και δεκαετίες: όχι στον «κιτρινισμό», στην «καταστροφολογία», στην «κινδυνολογία», στα «παρασκήνια», στις φήμες, στον λαϊκισμό, στα παραπλανητικά διαδικτυακά clickbait. Ναι στη διασταύρωση του ρεπορτάζ, ναι στην πραγματική είδηση, ναι στην ψύχραιμη αποτίμηση και ανάλυση, ναι στην αντικειμενική καταγραφή των προβλημάτων, ναι στην επιβράβευση όταν διαπιστώνουμε κάτι θετικό, ναι στην παροχή βήματος για όλες τις απόψεις εντός του δημοκρατικού πλαισίου.
Στην ανάγνωση του συγκεκριμένου στοιχείου της έρευνας ενέχεται, βέβαια και ένα άλλο μήνυμα του πολίτη: η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στα «κεντρικά» ΜΜΕ ευνοεί τη στροφή προς την «εναλλακτική» ενημέρωση, αυτή που, στο τέλος της ημέρας, αναφέρεται στην καθημερινότητά του, στον τόπο του και τα προβλήματά του.
Υπάρχει, ωστόσο κι ένα οξύμωρο στη συγκεκριμένη έρευνα του Reuters. Παρά το γεγονός ότι οι πολίτες ανέδειξαν στην κορυφή τη δημοσιογραφική αξιοπιστία του περιφερειακού/τοπικού Τύπου, εν τούτοις ένα χαμηλότατο ποσοστό δήλωσε ότι ενημερώνεται σε εβδομαδιαία βάση ή μίνιμουμ τρεις φορές την εβδομάδα από τα περιφερειακά/τοπικά ΜΜΕ. Είναι όμως πραγματικά οξύμωρο; Διότι ασφαλώς η πρόσβαση των πολιτών σε αυτά τα μέσα ενημέρωσης είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένη. Και τα έντυπα φύλλα είναι λιγότερα στη διανομή τους και τα διαδικτυακά μέσα έχουν να ανταγωνιστούν πολύ μεγάλους δημοσιογραφικούς οργανισμούς, με πολύ περισσότερο προσωπικό στη διάθεσή τους. Για να μην αναφερθούμε στα προσκόμματα που στους μνημονιακούς καιρούς μπήκαν σε οικονομικό επίπεδο, αναγκάζοντας πολλά τοπικά μέσα να μην αντέξουν και να κλείσουν ή να υποβαθμίσουν την ποιότητά τους για να επιβιώσουν σε χαλεπούς καιρούς.
Παρ’ όλα αυτά και σε πείσμα όλων των παραπάνω, αρκετοί αντέχουν. Και σε περιπτώσεις όπως η ΑΜΑΡΥΣΙΑ προσπαθούν να αναπτυχθούν ακόμη περισσότερο, να βελτιώσουν το «προϊόν» τους μέσα σε συνθήκες άκρατου και άνισου ανταγωνισμού και ταυτόχρονα να μη θυσιάσουν βασικές δημοσιογραφικές σταθερές στον βωμό της εύκολης προσέλκυσης αναγνωστών. Ένα δύσκολο στοίχημα που καλούμαστε να κερδίζουμε μέρα με τη μέρα, με σεβασμό πάνω απ’ όλα στον πολίτη που μας διαθέτει χρόνο για την ενημέρωσή του.