Η εβδομάδα που προηγήθηκε περιλάμβανε μια σειρά από πολύ όμορφες και ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Μικρασιατών Νέας Φιλαδέλφειας – Νέας Χαλκηδόνας «Οι Αλησμόνητες Πατρίδες».
Μια σειρά από ομιλίες, ντοκιμαντέρ, δρώμενα, γεύσεις και μελωδίες της Μικράς Ασίας, έκθεση κειμηλίων και εξιστόρηση αφηγήσεων των προσφύγων, μιας από τις πιο μαύρες σελίδες της πιο σύγχρονης Ιστορίας μας.
Παρακολούθησα μέρος των εκδηλώσεων όχι τόσο για το ρεπορτάζ, αλλά κυρίως, γιατί το γονίδιο με «έσπρωξε» προς τα εκεί. Και η αλήθεια είναι ότι κάπου, κάπως με έναν μεταφυσικό τρόπο, ένιωσα σαν να μεταφέρθηκα νοερά στη Σμύρνη που όλοι έχουμε γνωρίσει μέσα από τις αφηγήσεις των παππούδων μας.
Έχω γράψει και σε παλαιότερο άρθρο μου με τίτλο «Οι Ιστορίες των Αιχμαλώτων» την προσωπική, οικογενειακή διαδρομή. Από το Αϊδίνιο μέχρι το μικρό, προσφυγικό χωριό της Πιερίας, η ιστορία του παππού του πατέρα μου έγινε γνωστή σε όλη την Ελλάδα και όχι μόνο, μέσα από την πένα του μεγάλου λογοτέχνη Στρατή Δούκα.
Η Μικρασία κυλάει στο αίμα μας. Κι ας έχουν περάσει 100 χρόνια από τότε. Οι αφηγήσεις των προγόνων μας παραμένουν ζωντανές. Γιατί έτσι οφείλουμε. Γιατί το χρωστάμε. Γιατί αλλιώς, δεν θα πάρουμε ποτέ τα μαθήματα που μας πρέπουν. Και, όπως έχουμε ξαναγράψει, όποιος δεν διδάσκεται από την Ιστορία του, είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει. Δυστυχώς, πλείστα τα παραδείγματα, ακόμα και στη γειτονιά μας, που ο άνθρωπος (σ.σ. με μικρό «α», γιατί δεν του αξίζει το κεφαλαίο στην προκειμένη περίπτωση) δεν έχει διδαχθεί από το αιματοβαμμένο παρελθόν.
Ο πόλεμος, η προφυγιά, ο ξεριζωμός δεν έχει πατρίδα. Και αυτό δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε. Ευτυχώς, υπάρχουν ακόμα εκεί για να μας το θυμίζουν οι μυρωδιές από τα μπαχάρια, οι ιδιαίτερες μαγειρικές, οι μουσικές που γαληνεύουν την ψυχή. Οι ιστορίες και το μελάνι που έχει χυθεί σε χιλιάδες σελίδες. Τα κειμήλια που έχουν διασωθεί.
Όλα αυτά και ακόμα περισσότερα είναι κάτι περισσότερο από πολιτιστική κληρονομιά. Είναι το DNA μας. Η ουσία της ύπαρξής μας.
Πριν από λίγες μέρες, σε επίσκεψη μου σε κάποιον γιατρό, μόλις διάβασε το όνομά μου, άρχισε να μου μιλάει τουρκικά. Πολίτης εκείνος, οι δικοί του εκτοπίστηκαν στα «Σεπτεμβριανά». Τουρκικά ομολογώ ότι δεν γνωρίζω να μιλώ. Ο πατέρας μου πού και πού μου πετούσε καμιά λέξη που είχε μάθει από τη μάνα του, η οποία έζησε τη σφαγή και έχασε τους δικούς της στις φλόγες. Τη γιαγιά Ιωάννα δεν πρόλαβα να τη γνωρίσω. Η αδερφή της, όμως, η γιαγιά Βασιλική έζησε μέχρι την εφηβεία μου. Τη θυμάμαι που πέταγε κι αυτή κάποιες σκόρπιες τουρκικές λέξεις, από αυτές που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινότητά τους. Η συνύπαρξη των πληθυσμών κάποτε ήταν ειρηνική. Αυτό δεν μπορούμε να το ξεχάσουμε.
Οι εθνικιστικές και διχαστικές κορώνες μπορεί να ανεμίζουν συχνά πολεμικές σημαίες, αλλά το μίσος θεριεύει μόνο όταν το καλλιεργείς. Ευτυχώς, παρά τον ξεριζωμό και τις σφαγές, οι παππούδες μου στις λιγοστές αποσκευές που κατάφεραν να περισώσουν, μίσος δεν κουβάλησαν για το λαό, τους γείτονες και τους κάποτε φίλους τους. Δε θα μπορούσα εγώ, έναν αιώνα μετά να νιώθω μίσος για κανέναν. Άλλωστε, τον παππού Νικόλα, Τούρκος τον φρόντισε για σχεδόν μια δεκαετία μετά τη σφαγή, μέχρι να ξαναβρεί την οικογένεια. Ποτέ δεν μίλησαν γι’ αυτά που τους χώρισαν. Μόνο για σεβασμό, αγάπη, αξιοπρέπεια. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, αν εκείνος ο βοσκός είχε μεγαλώσει κι αυτός με μίσος, η οικογενειακή μου ιστορία θα ολοκληρωνόταν εκεί. Με μια κρεμάλα ή έναν αποκεφαλισμό.
Γι’ αυτό και οι μνήμες της Μικρασίας οφείλουμε και πρέπει να μείνουν ζωντανές. Είναι το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε για να μην ξεχαστούν όλες αυτές οι ιστορίες.