Χαράς ευαγγέλια για τους φιλάθλους, από σήμερα μιας και αίρεται η απαγόρευση για αγώνες κεκλεισμένων των θυρών και πλέον τα γήπεδα θα γεμίσουν αρχής γενομένης από τα παιχνίδια του Κυπέλλου.
Τα γήπεδα λοιπόν ανοίγουν σε ένα διαφορετικό περιβάλλον, που βάση του έχει να κάνει πλέον με ένα πλαίσιο αυστηρών κυρώσεων και από την Τρίτη όποιοι αγώνες γίνονται, σε οποιοδήποτε άθλημα και σε οποιοδήποτε χώρο, θα τελούν υπό ένα καθεστώς αυστηρής επιτήρησης.
Δεν ξέρω τι αποτέλεσμα θα έχουν αυτά τα μέτρα αφού είναι δεδομένο ότι η βία στα γήπεδα είναι ένα βαθιά κοινωνικό φαινόμενο με συγκεκριμένες αιτίες.
Η ρεαλιστική αντιμετώπιση του αρνητικού αυτού κοινωνικού φαινομένου όμως δεν μπορεί να προέλθει μέσα από μια κατασταλτική στρατηγική και μόνο, αλλά μέσα από την κοινωνικό – προληπτική δράση και την αντιμετώπιση των γενεσιουργών παραγόντων του.
Ίσως βέβαια κάτω από το βάρος των αυστηρών ποινών να υπάρξει κάποια βελτίωση αλλά πολύ φοβάμαι ότι για να δούμε ουσιαστική βελτίωση θα πρέπει να δουλέψουμε πάρα πολύ.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν πετυχημένες συνταγές αλλά δεν χρειάζεται και να διαθέτεις ιδιαίτερο μυαλό για να καταλάβουμε ότι δεν μπορεί να αλλάξει η κατάσταση με δύο μήνες κλειστά γήπεδα και με μερικές κάμερες στα γήπεδα.
Άλλωστε το συμβάν που προξένησε όλες αυτές τις αλλαγές έγινε εκτός γηπέδου, και χωρίς να θέλω να γίνω μάντης κακών, πιθανότατα να επαναληφθούν τέτοια συμβάντα εκεί που δεν θα υπάρχουν κάμερες και ταυτοποίηση στοιχείων.
Για να μπορέσουμε να κάνουμε κάποια βήματα λοιπόν προς την σωστή κατεύθυνση θα πρέπει να αλλάξουμε τις συμπεριφορές που γενούν τη βία και βέβαια να σταματήσει η ανοχή και υπόθαλψη του φανατισμού από τους παράγοντες που διοικούν τα σωματεία.
Και βέβαια να υπάρξει ισχυρή πολιτική βούληση και να μην υπάρξει ελαστικότητα στην εφαρμογή των νόμων που μόλις εξαγγέλθηκαν, μια ελαστικότητα που βιώσαμε έντονα στο παρελθόν και κατά κύριο λόγο ενθάρρυνε παραβατικές και αξιόποινες συμπεριφορές.
Το πιο σημαντικό όμως είναι να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας στο μέτρο που μας αναλογεί.
Να πάψουμε να δηλητηριάζουμε τα παιδιά μας και να τους παρουσιάζουμε σαν εχθρό, τον οπαδό, τον προπονητή, τον αθλητή, η τον παράγοντα της αντίπαλης ομάδας.
Να σταματήσουν τα προκλητικά πρωτοσέλιδα ή οι δημοσιογραφικές αναλύσεις που εξαρτώνται αποκλειστικά από το «μαγαζί» που δουλεύεις και πιθανότατα να λειτουργούν επίσης ως πιθανός πολλαπλασιαστής της βίας.
Έτσι ίσως να μπορέσουμε κάποια στιγμή να πάμε στο γήπεδο κρατώντας από το χέρι το παιδί μας που θα φοράει τη φανέλα της αγαπημένης του ομάδας χωρίς να φοβόμαστε ποιος θα μπει στον επόμενο σταθμό του μετρό…