Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, στην ελληνική τηλεόραση είχε φτάσει, μεταξύ άλλων προγραμμάτων, που έχουν γράψει τη δική τους ιστορία, η αμερικανική σειρά «Ντιουκς». Οι της γενιάς μου και λίγο μεγαλύτεροι, θυμούνται το άπλετο γέλιο που σκορπούσαν τα αδέρφια Μπο και Λουκ Ντιουκ, μέλη της οικογένειας, αρχηγός της οποίας ήταν ο υπερδραστήριος θείος Τζέσι, που μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων παρασκεύαζε παράνομα ουίσκι και το κυνηγητό που δέχονταν από τον αδέξιο σερίφη Ρόσκο Κολτρέιν και του γκαφατζή βοηθού, οι οποίοι δρούσαν υπό τις οδηγίες του “αφεντικού” κομητείας Μπος Χογκ. Εντάξει, τα αγοράκια της γενιάς μας θυμούνται λίγο περισσότερο και την σέξι ξαδέρφη της οικογένειας, Νταίζη Ντιουκ, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Φυσικά, απόλυτος πρωταγωνιστής της σειράς, δεν ήταν άλλος από το «Στρατηγό Λι», το πορτοκαλί Dodge Charger, με τον αριθμό «01» στις πόρτες που δεν άνοιγαν ποτέ και τη χαρακτηριστική σημαία του Αμερικανικού Νότου στην οροφή. Οι απίστευτες καταδιώξεις και τα εντυπωσιακά άλματα που έκαναν τα ξαδέρφια Ντιουκ για ν ξεφύγουν από τα περιπολικά της αστυνομίας που τους καταδίωκαν για κάθε πιθανό και απίθανο λόγο.
Εκείνη, λοιπόν, την εποχή, στην Ελλάδα, όπως προφανώς και σε άλλες χώρες, είχε κυκλοφορήσει ένα παιχνίδι, που ποθούσαν όλα τα παιδιά. Ήταν μια μικρή πίστα αυτοκινήτων, όπου ένα ομοίωμα του «Στρατηγού Λι», έπαιρνε φόρα και περνούσε πάνω – ενίοτε και μέσα από – έναν τοίχο, φτιαγμένο από «τούβλα». Μια προσομοίωση δηλαδή των εντυπωσιακών σκηνών που παρουσιάζονταν στη σειρά. Ο 5χρονος της ιστορίας μας, παρακολουθώντας τη διαφήμιση στην τηλεόραση είχε γοητευτεί και του δημιουργήθηκε ο διακαής πόθος να αποκτήσει αυτό το παιχνίδι.
Λίγα βράδια πριν από τα Χριστούγεννα, εκείνος ο μπόμπιρας, λίγο πριν κοιμηθεί, φόρεσε τα πιτζαμάκια του, έφερε τα χεράκια του σε στάση προσευχής και απευθύνθηκε σε εκείνον που πίστευε ότι θα του κάνει την ευχή του πραγματικότητα. «Καλέ μου Άη Βασίλη, σε παρακαλώ, φέρε μου τους Ντιουκς». Η μάνα παρακολουθούσε τη σκηνή από μια γωνία έξω από το δωμάτιο και είναι μια από τις αγαπημένες της ιστορίες κάθε φορά που αναπολούμε ιστορίες από εκείνη τη μακρινή, τρυφερή, παιδική ηλικία.
Λίγες μέρες αργότερα, στην καθιερωμένη εξόρμηση στο ένα από τα δύο μεγάλα πολυκαταστήματα της εποχής – συγχωρήστε μου την έλλειψη μνήμης για το ποιο ακριβώς – η οικογένεια βγήκε για τα ψώνια των εορτών. Ανάμεσά τους, αγόρασαν και ένα δώρο για την ξαδέρφη του μικρού, το οποίο συσκεύασαν σε ένα εντυπωσιακό περιτύλιγμα.
Οι μέρες περνούσαν και η αγωνία μεγάλωνε. Όταν έφτασε η μέρα των Χριστουγέννων, ο μικρός πετάχτηκε από το κρεβάτι του και έτρεξε με λαχτάρα στο δέντρο, σίγουρος ότι ο «Άγιος», θα είχε κάνει τα κουμάντα του. Μόλις έφτασε στο δέντρο, εκεί δίπλα στη φάτνη είδε μεν ένα μεγάλο πακέτο, αλλά η έκπληξη ήταν τεράστια. Το περιτύλιγμα ήταν το ίδιο με το δώρο της ξαδέρφης, άρα… «Την πάτησα. Μπερδεύτηκε ο Άγιος Βασίλης. Μου έφερε λάθος δώρο κι εμένα με ξέχασε…». Η μάνα επίσης θυμάται την κουβέντα απογοήτευσης του μικρού. Φυσικά, μετά την προτροπή της, το πακέτο άνοιξε και… ναι, ο Άγιος είχε κάνει πράγματι τα κουμάντα του! Όχι μόνο δεν τον είχε ξεχάσει, αλλά … ψώνισε το δώρο από το ίδιο πολυκατάστημα για να του κάνει πλάκα!
Η πίστα των Ντιουκς δεν άντεξαν πολύ στα χέρια του 5χρονου «τρομοκράτη». Η ανάμνηση, ωστόσο, εκείνων των Χριστουγέννων, παραμένει αναλλοίωτη τέσσερις δεκαετίες μετά. Ίσως γιατί καμιά φορά ξεχνάμε ότι ο «Άγιος» δεν ξεχνάει ποτέ και κανέναν. Αρκεί κι εμείς να φροντίσουμε να είμαστε καλά παιδάκια. Όλο το χρόνο. Το’ χουμε;