Editorial – Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης
Στο φύλλο της 6ης Νοεμβρίου τελείωνα το editorial γράφοντας ότι θα αναφερθώ στο «βαρύ» θέμα των νεκρών στις COVID κλίνες, ο αριθμός των οποίων έχει εκτοξευθεί και είναι πραγματικά τραγικό αυτό που συμβαίνει.
Την «τελική πάσα» έδωσαν οι τηλεοπτικές δηλώσεις του καθηγητή πνευμονολογίας Θεόδωρου Βασιλακόπουλου για το «πρόχειρο στήσιμο ΜΕΘ» στο νοσοκομείο «Λαϊκό», οι οποίες, κατά τον ίδιο, είχαν «μέτρια αποτελέσματα». Σε ελεύθερη μετάφραση, όπως και ο ίδιος υπαινίχθηκε, το ποσοστό των θανάτων ήταν απογοητευτικό. Για τις δηλώσεις αυτές είχαμε εισαγγελική παρέμβαση, παρά το γεγονός ότι τα συνήθως λαλίστατα, ειδικά όταν υπάρχει πόνος και θάνατος, κεντρικά ΜΜΕ, δεν στάθηκαν ιδιαίτερα (και ίσως δεν πρέπει να προξενεί και έκπληξη στις μέρες μας).
Πόσο επαρκείς και ασφαλείς είναι, λοιπόν, οι ΜΕΘ, οι ΜΑΦ, οι απλές κλίνες και το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, ποιοτικά και ποσοτικά, για τη διαχείριση του εκάστοτε κύματος της πανδημίας;
Θα πει κανείς «εδώ δεν ήταν επαρκείς προ κορωνοϊού», με τα (τότε λαλίστατα) ΜΜΕ και τα ρεπορτάζ με τις «εικόνες ντροπής» που κατέγραφαν στα δημόσια νοσοκομεία. Σωστά. Απλά θα περίμενε κανείς ότι υπό τις παρούσες ακραίες συνθήκες (για «πόλεμο με αόρατο εχθρό» μιλούσε η ίδια η κυβέρνηση άλλωστε), τα πράγματα θα άλλαζαν. Και έτσι φάνηκε, αν κρίνουμε από τα λεγόμενα των αρμοδίων υπουργών. Ωστόσο, υπάρχει ένα λογικό κενό, όταν η κυβέρνηση διαβεβαιώνει εδώ και καιρό για την ετοιμότητα περίπου 1.300 ΜΕΘ στη χώρα, αλλά την ίδια ώρα με 550 διασωληνωμένους ακούμε ότι «το σύστημα έφτασε στα όριά του». Αλλά κι αν ακόμη έχουν προστεθεί οι ΜΕΘ που αναφέρει, υπάρχει το εκπαιδευμένο προσωπικό για να τις χειριστεί; Κι αν όχι, πόσο χρόνο και πόσες περιπτώσεις ασθενών χρειάζονται για να μάθουν; Προ διμήνου εξωθήθηκαν εκτός εργασίας δεκάδες έμπειροι γιατροί και νοσηλευτές, ως ανεμβολίαστοι. Αντικαταστάθηκαν επαρκώς σε αριθμό και εμπειρία; Τι επιπτώσεις είχε το κενό που δημιουργήθηκε στον αριθμό των νεκρών εν μέσω της νέας έξαρσης;
Επιπλέον, έχουμε ως υπουργό Υγείας έναν άνθρωπο, ο οποίος κόντεψε να χάσει τη ζωή του νοσηλευόμενος μετά από επέμβαση, λόγω ενδονοσοκομειακής λοίμωξης. Μάλιστα, ίδρυσε έναν μη κερδοσκοπικό φορέα για τις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, ενώ ένα από τα διδακτορικά του ασχολείται με το ίδιο θέμα. Αν, μάλιστα, ρίξουμε μια ματιά σε διάφορα ρεπορτάζ με ασθενείς που κατάφεραν να κερδίσουν τη μάχη με τον κορωνοϊό εξερχόμενοι από κάποιο νοσοκομείο, θα συναντήσουμε αρκετές αναφορές για ενδονοσοκομειακές επιπλοκές που κατέστησαν μακρά και παραλίγο μοιραία τη νοσηλεία τους.
Θα περίμενε λοιπόν κανείς ότι, ως υπουργός, ο Θανάσης Πλεύρης θα επιδείκνυε άμεσα τη (βιωματική) ευαισθησία του για ένα μείζον υγειονομικό ζήτημα που θεωρείται η 4η αιτία θανάτου στη χώρα μας (ειδικά στα δημόσια νοσοκομεία των ράντζων, των φθορών, των πεπαλαιωμένων κτηρίων, της ελλιπούς καθαριότητας κ.λπ.) και την κατατάσσει στην κορυφή της Ε.Ε. Έχουν περάσει τουλάχιστον δύο μήνες και δεν έχουμε ακούσει λέξη από τον υπουργό για ενίσχυση των νοσοκομείων με προσωπικό και μέσα καθαριότητας, κάποια εκστρατεία επισκευών, ανακαίνισης κ.ο.κ. Και αυτό, ομολογουμένως, μας προξενεί αλγεινή εντύπωση.
Μετά από όλα τα παραπάνω, το ερώτημα είναι «καυτό»: Πόσοι από όσους έχουν χάσει τη ζωή τους ως εισαχθέντες με COVID, θα μπορούσαν να σωθούν αν οι συνθήκες νοσηλείας ήταν καλύτερες; (Αλήθεια, τι γίνεται με εκείνη την έρευνα που έχει διαταχθεί για το 100% ποσοστό θανάτων στο νοσοκομείο του Αγρινίου;).
Ας ελπίσουμε ότι η εισαγγελική παρέμβαση για τις δηλώσεις Βασιλακόπουλου θα αναδείξει την ανάγκη άμεσης αναβάθμισης του ΕΣΥ, από την Πρωτοβάθμια Υγεία μέχρι την εντατική νοσηλεία. Μήπως και αλλάξει κάτι προς το καλύτερο σε αυτή την πανδημική λαίλαπα.