Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης – Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 11/04/2025
Εδώ και πολλές δεκαετίες έχουμε τους σεισμολόγους να «καυγαδίζουν» συχνά πυκνά. Στη συνέχεια περάσαμε στους μετεωρολόγους τα τελευταία χρόνια. Ύστερα ήρθε η πανδημία του κορωνοϊού και είχαμε τις «μάχες» ανάμεσα σε λοιμωξιολόγους. Και φτάσαμε στο σήμερα, όπου ζούμε τον «πόλεμο των πορισμάτων» ανάμεσα σε χημικούς μηχανικούς και μηχανολόγους μηχανικούς (όλοι μαζί υπό την ταμπέλα «πραγματογνώμονας») για την τραγωδία των Τεμπών, στον οποίο εμπλέκονται και ανώτατα πανεπιστημιακά ιδρύματα της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Όλες αυτές οι διαμάχες έχουν έναν κοινό παρονομαστή: γίνονται μέσα από το τηλεοπτικό «γυαλί». Ως εκ τούτου και με δημοσιογράφους που ελάχιστη ή ουδεμία γνώση με το εκάστοτε αντικείμενο έχουν αλλά να διατυπώνουν απόψεις σαν να είναι… επιστημονικές αυθεντίες, το κοινό ζει το απόλυτο κομφούζιο. Ένα συνεχές μπέρδεμα του οποίου το μόνο θύμα είναι η αλήθεια μέσω της σοβαρής και ψύχραιμης επιστημονικής τεκμηρίωσης. Τα πάντα είναι χαμένα στον τηλεοπτικό καταιγισμό αποσπασματικής πληροφορίας…
Δεν θα αρνηθούμε ότι και η επαγγελματική ανέλιξη μέσω της τηλεοπτικής δημοσιότητας αλλά και η πιο «πεζή», αλλά πολλές φορές παρούσα, ανθρώπινη ματαιοδοξία, μπορεί να ωθεί πολλούς επιστήμονες να δέχονται να υποστούν την βάσανο των τηλε-παραθύρων, τα οποία ελάχιστα προσφέρουν στον δημόσιο διάλογο. Ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι, μέσα από αυτή τη διαδικασία, ο όρος «επιστήμη» και το κύρος και η αξιοπιστία που αυτός (όφειλε και οφείλει να) αποφέρει στους σύγχρονους καιρούς μας πλήττονται βαρύτατα.
Να το επαναλάβουμε: Ελάχιστη βαρύτητα για την ουσία των εκάστοτε διακυβευμάτων ενέχει ο τηλεοπτικός «διάλογος». Αυτός δηλαδή που ο ομιλητής έχει ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή του για να αναπτύξει τα στοιχεία και επιχειρήματά του και μέσα σε αυτόν τον λίγο χρόνο είναι αναγκασμένος να διακόπτεται συνεχώς από τηλεπαρουσιαστές και δημοσιογράφους που διαθέτουν ύφος «φωτεινού παντογνώστη» (για να θυμηθούμε το επιτραπέζιο παιχνίδι της δεκαετίας του ’80), ενώ ο ρόλος τους είναι να συντονίζουν, να ακούνε και να θέτουν καίριες ερωτήσεις, ώστε να βοηθήσουν το κοινό να διαμορφώσει σοβαρή άποψη κι όχι να γεμίζει τα αυτιά του με θόρυβο, αντεγκλήσεις και ανολοκλήρωτους συνειρμούς.
Η επιστημονική κοινότητα κάποια στιγμή θα πρέπει να θέσει όρους και προϋποθέσεις για τη συμμετοχή εκπροσώπων της στα πάνελ και τα «παράθυρα» των τηλεοπτικών εκπομπών. Να απαιτεί χρόνο, σοβαρές ερωτήσεις και γόνιμο και πολιτισμένο διάλογο πάνω στο αντικείμενο για το οποίο προσκαλούνται. Και να καλούνται όλες οι απόψεις υπό τις ίδιες αυτές προϋποθέσεις. Διότι αν συνεχιστεί αυτό το «βιολί», η αμφισβήτηση (έστω και υποσυνείδητα) της αξιοπιστίας της επιστήμης (με την υποψία διασύνδεσής της με «συμφέροντα» πάσης φύσεως να συνιστά τον μεγαλύτερο κίνδυνο) θα συνεχίζει να διαβρώνει την κοινή γνώμη. Και αυτό μόνο επιστροφή σε σκοτεινότερες εποχές που η ανθρωπότητα έδωσε αγώνα να ξεπεράσει (αλλά ποτέ δεν ξεχνά) μπορεί να οδηγήσει.