Επί πέντε τετραετίες οι συμπολίτες του, του αναθέτουν το υψηλό καθήκον να κρατάει τα ηνία του Δήμου, ως ο πρώτος πολίτης στον καλλικρατικό Δήμο Πεντέλης. «Ο θεός με μένα ήταν μεγαλόψυχος. Με πήρε από τα γίδια και με έκανε έναν πολύ καλό στρατιωτικό και υπόδειγμα στην Αυτοδιοίκηση», λέει ο Σαρακατσάνος δήμαρχος και μιλάει για τη σχέση του με το Θεό, τη Μέρκελ, τον Καζαντζίδη και την μοναδική του… κατάχρηση: να σηκώνει 120 κιλά στον πάγκο του γυμναστηρίου και να έχει τα αποτελέσματα ενός τριαντάρη, βάζοντας καθημερινά στοίχημα να ξεπερνάει τον εαυτό του.
Ο Δημήτρης Στεργίου – Καψάλης είναι ένας στρατιώτης της ζωής, ένας μοναχικός καβαλάρης, που χάραξε τη δική του ξεχωριστή πορεία. Μια πορεία σφυρηλατημένη -κυριολεκτικά- από σίδερο κι ατσάλι. Γεννημένος σε οικογένεια Σαρακατσάνων είχε σκληρά παιδικά χρόνια. Με την εύνοια του Θεού, όπως λέει ο ίδιος, αλλά και τη δύναμη του μυαλού του, ξεκίνησε από την ανέχεια και έφτασε στην κορυφή της επιτυχίας, κατακτώντας μετάλλια και αναγνωρίσεις σε όλους τους τομείς.
«Τον 17 αιώνα η Μονή Πεντέλης απέκτησε από τον Σουλτάνο περιορισμένη ιδιοκτησία και είχε τη δυνατότητα να έχει τα βοσκοτόπια της Πεντέλης και σταδιακά να δημιουργήσει όλη την οικονομία της Πεντέλης με τα πρώτα καταστήματα που έχτισε από τις αρχές του 19ου αιώνα. Πρώτο μέλημα λοιπόν της Μονής ήταν να βρει γιδοβοσκούς. Και οι Σαρακατσαναίοι είναι εξ επαγγέλματος γιδοβοσκοί. Μάζεψε στην Πεντέλη σαρακατσάνικα σινάφια που έφτασαν από πολλά μέρη μεταξύ των οποίων και τα αγραφιώτικα χωριά της ορεινής Πίνδου, απ’ όπου έρχονται οι δικοί μου πρόγονοι.
Εμείς, ως Σαρακατσαναίοι λοιπόν, φυλάγαμε τα γιδοπρόβατα και σταδιακά περάσαμε στην ιδιωτική πρωτοβουλία αποκτώντας τα δικά μας ζώα. Έτσι, απογαλακτιστήκαμε από τη Μονή και αρχίσαμε να κάνουμε τα μαντριά μας στην κεντρική πλατεία της Αγίας Τριάδας».
Στα γιδοπρόβατα και το λατομείο
«Εγώ μεγάλωσα δίπλα στα μαντριά και ασχολήθηκα μικρός με τα λίγα γιδοπρόβατα που είχαν οι γονείς μου. Στη συνέχεια, γύρω στα δώδεκα, με τράβηξε το λατομείο γιατί είχε καλύτερο μεροκάματο. Στην τρίτη γυμνασίου άρχισα να δουλεύω ως σερβιτόρος και μέχρι τα 18 μου ως προμηθευτής κουκουναριών. Τα κουκουνάρια χρησιμοποιούντο τότε στις μασίνες των καταστημάτων για να ψήνουν γιατί τότε δεν υπήρχαν τα σημερινά μηχανήματα. Επίσης πουλούσα γκλίτσες στους παραθεριστές του καλοκαιριού, νερό, αυγά, πάγο και γιαούρτια. Η βασική μου δουλειά όμως ήταν το λατομείο. Εκεί έκανα δυο πράγματα: φόρτωνα πέτρες στα φορτηγά ή κουβαλούσα νερό με το βαρελάκι από τους Ταξιάρχες και το έδινα στους τεχνίτες του μαρμάρου, τους λαξευτές και τους ξορύχτες».
Τα αφόρητα παιδικά χρόνια
«Τα παιδικά μου χρόνια ήταν αφόρητα. Φτώχεια και πολλή δουλειά. Εγώ ήμουν ο μεγαλύτερος από τα 5 αδέλφια (πρόσφατα ο ένας χάθηκε σε τροχαίο δυστύχημα) και δούλευα σκληρά. Τότε για να περάσεις στο γυμνάσιο έπρεπε να δώσεις εξετάσεις και το μόνο κοντινό γυμνάσιο που υπήρχε ήταν στο Χαλάνδρι. Δεν υπήρχε καν σκέψη λοιπόν για σπουδές. Μέχρι που ένα απόγευμα χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μας ο διευθυντής του δημοτικού, Κωνσταντίνος Ευθυμιόπουλος. ‘’Ένας τόσο καλός μαθητής σαν τον Δημήτρη θα ήταν κρίμα να μην συνεχίσει τις σπουδές’’, είπε στη μητέρα μου και εκεί άλλαξε η τύχη μου για πάντα. Αφού μου έκανε δέκα μέρες μάθημα, έδωσα εξετάσεις. Από τα 17 παιδιά που δώσαμε από την Πεντέλη πέρασα μόνο εγώ».
Όταν είμαι μόνος μου κλαίω
«Μπροστά σε κόσμο δεν κλαίω ποτέ. Μόνος μου όμως κλαίω. Οι συμφορές των ανθρώπων με κάνουν και κλαίω. Προχθές, ήρθε στο γραφείο ένα ζευγάρι, δύο γονείς που δεν είχαν χρήματα να θάψουν τα δυο τους παιδιά που σκοτώθηκαν σε τροχαίο, 19 το ένα, 23 το άλλο. Όταν έκλεισα την πόρτα, έκλαιγα μισή ώρα. Όσο μεγαλώνω μάλλον μαλακώνω. Άλλωστε το λένε: στην εφηβεία ο άνθρωπος σκοτώνει πιο εύκολα, στην τρίτη ηλικία κλαίει πιο εύκολα. Μου φαίνεται ότι μόνο η μητέρα μου σκληραίνει όσο μεγαλώνει».
Η κόρη μου, ο θηλυκός Στεργίου
«Η Βίκη είναι όμως ένα καλό παιδί που δε μας απασχόλησε με άσχημα πράγματα, δεν κατάλαβα πότε γεννήθηκε και πότε μεγάλωσε. Βέβαια, βράχος ήταν για εκείνη και το σπίτι μας, η μητέρα της Μαρία. Με την κόρη μου σχέση στενή άρχισα να έχω στα 14 της, όταν ήμουν στρατιωτικός ακόλουθος στη Σόφια και ήρθε στο γραφείο και μου είπε επί λέξει: ‘’Έκανες όλους τους Έλληνες καβαλάρηδες. Θέλω να κάνεις κι εμένα’’. Τότε συνδεθήκαμε πολύ. Ήταν η μαθήτριά μου, ήμουν ο προπονητής της, άρχισε να κατεβαίνει σε αγώνες στην Βουλγαρία με πολύ μεγάλες επιτυχίες. Στην Αθήνα τής πήρα άλογα, συνέχισε να συμμετέχει σε αγώνες, πήρε 60 μετάλλια. Αγαπήσαμε το ίδιο άθλημα και διακριθήκαμε και οι δύο σε αυτό. Η κόρη μου γενικά μού μοιάζει πολύ».
Η τελευταία μου μέρα θα με βρει στην καρέκλα του δημάρχου
«Έχω γίνει ένας άνθρωπος που κάνει 4 ώρες να ψωνίσει στο σούπερ μάρκετ. Γιατί; Γιατί όλοι θέλουν να μου μιλήσουν. Υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από αυτό; Αυτό για μένα μετράει πιο πολύ απ’ όλα. Πολλοί νομίζουν ότι τώρα θα θέλω να γίνω βουλευτής, να κατακτήσω κι άλλους χώρους κι εγώ τους απαντώ αιφνιδιαστικά: ‘’από το διοικητήριο, θα πάω κατευθείαν στο κοιμητήριο’’. Και το εννοώ. Η αυτοδιοίκηση μού πρόσφερε πάρα πολλά, με καταξίωσε. Η τελευταία μέρα της ζωής μου θα με βρει στο γραφείο του δημάρχου».
Αν πιστεύω στον Θεό;
«Ναι, αλλά με τον δικό μου τρόπο. Δε μπορώ να λειτουργήσω μέσα από τις εκκλησίες. Και σε μοναστήρια και σε εξωκκλήσια πάω αλλά πάντα μόνος μου. Όταν πρέπει να πάω με την ιδιότητά μου με τυμπανοκρουσίες, είναι σα να κάνω αγγαρεία».
Είμαι φύσει αντιγερμανός
«Με την Μέρκελ δε θα μιλούσα, δε θα ήθελα να τη δω. Θεωρώ την ιστορία της Γερμανίας, την περίοδο του Β’ παγκόσμιου πολέμου, το μίασμα του κόσμου και της Ευρώπης. Μόνο υποτελείς της ανθρωπότητας θα μπορούσαν να κουβαλάνε το όνειδος του Άουσβιτς. Μπορεί οι άνθρωποι να το πέρασαν εύκολα και να ορθοπόδησαν ως χώρα, αλλά δεν παύει να κουβαλάει το ίχνος του κτήνους του ανθρώπου που έδειξε το ‘40. Έχω επισκεφτεί ως στρατιωτικός τα Καλάβρυτα, το Δίστομο, την Καισαριανή, το Κομπότι της Άρτας και κυρίως έχω επισκεφτεί την Παλλήνη, όπου ο πατέρας μου συνελήφθη ως ύποπτος για τη δολοφονία του φρούραχου της Ραφήνας και γλίτωσε. Δαρμένος βέβαια».
«Ανθρωπος», η απάντηση, στην όποια ερώτηση
«Βρίσκομαι σε μια φάση πλήρους απελευθέρωσης. Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος, όπως λέει κι ο Καζαντζάκης. Ένα παιδί που ξεκίνησε απ’ τα γίδια στην Πεντέλη κι έφτασε στην κορυφή, ένας διακεκριμένος στρατιωτικός, απόστρατος ταξίαρχος, επιτυχημένος δήμαρχος με τέλεια διαδρομή, καβαλάρης με νίκες και μετάλλια στην Ελλάδα και το εξωτερικό, που δεν έχει άλλος… Πού να ήξερα όταν καβάλαγα το γαϊδούρι μου ότι θα γινόμουν ένας από τους καλύτερους Ελληνες αναβάτες»!
«Με τον Στεργίου κλαις δυο φορές: Οταν τον γνωρίζεις και όταν τον χάνεις»
«Οι συνεργάτες μου κλαίνε όταν πηγαίνω σε μια δουλειά και όταν φεύγω. Στην αρχή γιατί ίσως με θεωρούν αγροίκο και στο τέλος γιατί έχουν δει ότι είμαι ένα άνθρωπος εξαιρετικά δίκαιος. Δημιουργώ γύρω μου ένα κλίμα ασφάλειας. Λειτουργώ σαν πατέρας, παίρνω πάνω μου τα προβλήματα των άλλων προσωπικά. Τον υπάλληλο που θα μπει στο γραφείο μου και θα πει ότι έχει πρόβλημα, θα τον αγκαλιάσω ανθρώπινα. Μπορεί να εκπέμπω μια μπρουταλιτέ, αλλά όταν οι άνθρωποι με γνωρίζουν καλά αλλάζουν γνώμη. Όταν ήρθα εδώ στον Δήμο φοβήθηκαν, αλλά τώρα με αγαπούν. Και οι κάτοικοι της πόλης με εμπιστεύονται, έρχονται να με βρουν και μου λένε τον πόνο τους».
Οι γονείς μου
«Η μητέρα μου ήταν και είναι μια πολύ σκληρή γυναίκα. Σήμερα είναι εκατό ετών, έχει άριστη υγεία, μένει μόνη της κι έχει κρυστάλλινο μυαλό. Γνωστή σκληρή γυναίκα στην Πεντέλη. Η μητέρα μου δε με αγκάλιασε ποτέ. Μόνο σκληρότητα έχω δει. Το σύστημα στο σπίτι ήταν μητριαρχικό. Εκείνη δυναμική, εκρηκτική και ο πατέρας μου ήπιων τόνων, γεννημένος εργάτης. Πήρα και από τους δύο. Τα ανθρωπιστικά στοιχεία του πατέρα μου, το μυαλό και τη σκληρότητα της μάνας μου».
Έχω μετανιώσει που δεν ήμουν τρυφερός με το παιδί μου
«Ντρέπομαι που το λέω αλλά ο μεγάλος μου έρωτας ήταν πάντα η δουλειά μου. Ίσως αυτό να μην ήταν πάντα καλό για τους άλλους. Δεν είχα χρόνο να ασχοληθώ ούτε με το παιδί μου όσο θα έπρεπε. Φανταστείτε ότι δεν πήγα ποτέ στο σχολείο της να μάθω πώς πηγαίνει. Το έχω μετανιώσει αυτό. Και δεν ήμουν ο τρυφερός πατέρας. Όχι γιατί δεν το νοιώθω αλλά γιατί δεν το δείχνω ποτέ. Λέξεις γλυκές δεν είπα ποτέ. Ο Σαρακατσάνος πατέρας δύσκολα, ως καθόλου, αγκαλιάζει την κόρη του. Ίσως η τρυφερότητα να είναι και μομφή για μας τους Σαρακατσάνους».
Γεννήθηκα και θα πεθάνω λάτρης του Καζαντζίδη
«Τα cd του όλα τα έχω και στο αυτοκίνητο και στο σπίτι. Το τραγούδι που τραγουδάω μόνος μου συχνά είναι το ‘’για την αγάπη κουβεντιάζουμε μαζί’’. Μου φέρνει νοσταλγία για όλα αυτά που δεν έζησα και δε ζω».
Απόφοιτος της σχολής Ευελπίδων ως αξιωματικός Όπλου των Τεθωρακισμένων, ο Δημήτρης Στεργίου – Καψάλης υπηρέτησε με επιτυχία τριάντα χρόνια στις ‘Ένοπλες Δυνάμεις και αποφοίτησε από όλα τα στρατιωτικά σχολεία μεταξύ των πρώτων. Εξήλθε από το στράτευμα οικειοθελώς με το βαθμό του ταξίαρχου, τον Ιούνιο του 1994 ως υποψήφιος Ευρωβουλευτής.