Eίναι δημοσιογράφος, συγγραφέας, ζωγράφος. Γνωστός για τις 3.500 συνεντεύξεις του με σπουδαίους ανθρώπους, τις εκκεντρικές φωτογραφίσεις του, τη δημιουργία των πιο πετυχημένων περιοδικών.
Εσχάτως ασχολείται με αυτό που αγαπούσε πάντα, τη ζωγραφική, με τα έργα του να εκτίθενται και να πουλάνε πολύ εδώ και το εξωτερικό. Ο Θανάσης Λάλας ζει μεταξύ Αθήνας, Αμερικής κι Ευρώπης, μπαίνει στο αεροπλάνο περίπου 100 φορές το χρόνο και εσχάτως έγραψε το δέκατο βιβλίο του. Με αφορμή αυτό, τον συναντήσαμε για να μας μιλήσει για όλα: την καθημερινότητά του, τη σχέση με τους γονείς του, τις γυναίκες της ζωής του…
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Μαρία Πανάγου
Ο Θανάσης Λάλας υποστηρίζει ότι «όταν ο συνομιλητής είναι σπουδαίος, τότε η συνέντευξη είναι ωραία. Δεν έχουν σημασία οι ερωτήσεις. Πρέπει να πας με το ‘’εμείς’’ και όχι με το ‘’εγώ’’ για να συναντήσεις κάποιον». Κι εμείς συμφωνούμε. Γι’ αυτό θα τον αφήσουμε να μιλήσει χωρίς παρεμβολές. Κυρίες και κύριοι, απολαύστε τον!
«Το τελευταίο που προσπαθώ να κάνω είναι 2 εκδοτικές προσπάθειες στην Ελλάδα. Η μια είναι αυτόνομες αυτοβιογραφίες μέσω διαλόγων, δηλαδή με προσωπικότητες που είναι εν ζωή και η δεύτερη προσέγγιση είναι συνεντεύξεις που έχω κάνει στο παρελθόν να τις βγάζω σε μια θεματική. Όπως τώρα, για παράδειγμα, το θέμα του βιβλίου μου «Έφοδος στον ουρανό, συνομιλώντας με 21 και 2 πρόσωπα που βραβεύτηκαν από τη Σουηδική Ακαδημία με Νόμπελ» είναι άνθρωποι που βραβεύτηκαν με Νόμπελ για λογοτεχνία, μαθηματικά, τα πάντα.
Κάθε ένας από αυτούς αντιμετωπίζεται από μένα σαν να είναι ένας μυθιστορηματικός ήρωας. Τόσο σημαντικοί και δυσκολοπρόσιτοι άνθρωποι μιλάνε για πράγματα που είναι μέσα στη ζωή μας, τους απασχολούν τα ίδια πράγματα με μας.Δεν φοβούνται το σκοτάδι, δηλ. αυτό που δεν ξέρουν, περπατάνε με την ίδια ευκολία σε αυτό που γνωρίζουν και σε αυτό που δεν γνωρίζουν. Ξέρουν πολύ καλά ότι η γνώση δεν είναι πανάκεια, αντιθέτως η άγνοια είναι μια μεγάλη δυναμική, ένας πύραυλος, αρκεί να ξέρεις να τη χρησιμοποιήσεις, είναι άνθρωποι που έχουν ένα βαθύτατο όραμα, ξέρουν ότι το «εγώ» δεν έχει καμία σημασία αν δεν έρθει σε επαφή με το «εμείς», πρέπει ό,τι εισπράττεις εσύ, να το επιστρέφεις στους άλλους ανθρώπους, γιατί μόνο έτσι παίρνει μια δυναμική το έργο σου.
Ζούμε σε μια κοινωνία που νομίζουμε ότι πρέπει να παίρνουμε εμείς. Ακόμη κι αν καταφέρουμε να πάρουμε κάτι, οφείλουμε να το επιστρέψουμε με κάποιο τρόπο στους άλλους. Αυτός είναι ο λόγος που υπάρχουμε. Υπάρχουμε γιατί υπάρχουν οι άλλοι. Αυτό δεν έχουμε καταλάβει. Ο καθένας κάνει ένα ατομικό παιχνίδι. Αυτό το παιχνίδι δεν έχει κανένα άλλο διέξοδο παρά μόνο τα χάπια, τη θλίψη, τη μοναξιά.
Οι άνθρωποι δεν αντέχουν τους ανθρώπους που ξεχωρίζουν. Και δίκαια. Αλλά όταν έχεις το προνόμιο να ανέβεις μια σκάλα και οι άλλοι να μένουν από κάτω να σε κοιτάνε, δεν πρέπει να διαμαρτύρεσαι που βλέπουν το βρακάκι σου. Έχουν το δικαίωμα να βλέπουν κι αυτοί κάτι. Εσύ έχεις το προνόμιο να έχεις ανέβει τη σκάλα. Αυτή είναι η ταπεινότητα του ανθρώπου που ξεχωρίζει: το να καταλάβει ότι όλοι οι υπόλοιποι νιώθουν εκείνη τη στιγμή περίεργα και πρέπει κι αυτοί κάτι να εισπράξουν. Ίσως τη χλεύη απέναντί σου, ίσως την ύβρη απέναντί σου. Δεν φτάνει κανείς να πλησιάσει το απόλυτο, την αποθέωση, αν δεν περάσει από μια πολύ έντονη περίοδο ύβρεως. Ο άνθρωπος που ξεχωρίζει πρέπει να είναι έτοιμος να τα υποστεί αυτά για να δικαιωθεί.
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος πέρασε ένα μεγάλο διάστημα σε αυτή τη χώρα ενώ ο κόσμος τον αποκαλούσε «εθνικό χασμουρητό». Είναι ο μόνος Έλληνας σκηνοθέτης που βρίσκεται ανάμεσα στους εκατό καλύτερους σκηνοθέτες όλων των εποχών. Είχε περάσει όμως από το ότι όλη η χώρα τον έβριζε, τον περιγελούσε.
Ο Χάρολντ Πίντερ λέει ότι το πρώτο του έργο πήγαν να το δουν μόνο έξι θεατές. Κανένας δεν τον καταλάβαινε. Όλα τα Μέσα, όσοι ασχολούνταν με τον πολιτισμό, τον έβριζαν. Αυτός όμως πήρε Νόμπελ. Πρέπει να έχεις ανθεκτικότητα, να αντέξεις για το όραμά σου.
Το είδος της ζωγραφικής με το οποίο ασχολούμαι είναι η μεταπόπ-αρτ, εκεί εντάσσω τον εαυτό μου γιατί είμαι πολύ κοντά στην αντίληψη που έρχεται κυρίως από τον Άντι Γουόρχολ. Με ενδιαφέρει το πώς ένα έργο έχει τη δύναμη να επηρεάζει τους ανθρώπους, όχι ως μοναδικό έργο, αλλά ως ένα οπτικό ερέθισμα που μπορούν να δουν πολλοί. Δε με ενδιαφέρουν τόσο τα μουσειακά έργα, όσο τα έργα που μπορούν να είναι οπουδήποτε. Ζωγραφική πάνω σε ένα ποτήρι, σε ένα μπουφάν, σε ένα παπούτσι, όχι ένα πράγμα που το παίρνεις και το κρεμάς στον τοίχο σου και το βλέπεις, -αν το βλέπεις κάποια στιγμή.
Από μικρό παιδί σχεδίαζα, σαν μια προέκτασή μου. Δεν είχα από την οικογένειά μου δρόμο προς τα εκεί. Αν έλεγα στον πατέρα μου «ξέρεις θα γίνω ζωγράφος», θα λιποθυμούσε από τα γέλια. Και καταλαβαίνω καθώς μεγαλώνω ότι είναι μεγάλο εμπόδιο η οικογένεια. Όχι ότι οι γονείς δεν είναι καλοί άνθρωποι και θέλουν να εμποδίσουν τα παιδιά τους, αλλά μεγαλώνουμε μέσα σε μια νοοτροπία. Και το κυριότερο που έχουμε να κάνουμε είναι να γκρεμίσουμε κάποια στιγμή αυτή τη νοοτροπία, η οποία δεν έχουμε την αίσθηση ότι είναι δεσμευτική. Κι όμως, την ώρα που πάμε να βγούμε από αυτήν, βλέπουμε ότι χάνουμε την ισορροπία μας. Και πρέπει να έχουμε μια τόλμη για να τη ξαναβρούμε.
Ο πατέρας μου με έλεγε «τουρίστα», δεν καταλάβαινε τι έκανα. Έλεγε «το παιδί μου πρέπει να πάει στο Πολυτεχνείο αφού είναι πολύ καλός σε αυτό τον κλάδο, να γίνει πολιτικός μηχανικός, να γίνει αρχιτέκτονας». Κι εγώ ξαφνικά άρχισα να βγάζω περιοδικά, να κάνω ραδιόφωνο, να κάνω τρέλες, δοκίμαζα διάφορα μέχρι να βρω αυτό που θα με έκανε να νιώσω καλά. Είχαμε μια μεγάλη διάσταση μεταξύ μας από τα δεκαέξι μου και μετά. Δεν έχει σημασία αν οι γονείς μου με αποδέχτηκαν πριν φύγουν από τη ζωή, γιατί νομίζω ότι μέσα τους καταλάβαιναν ότι είμαι αλλού.
Λέμε ότι ευνοούμενα του Θεού είναι τα παιδιά που τον πιστεύουν. Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση. Τα παιδιά που του μοιάζουν. Αυτά που δεν του μοιάζουν είναι οι διάβολοι. Εγώ ήμουν ένας διάβολος μέσα στην οικογένεια, με την έννοια ότι δεν έμοιαζα στον πατέρα μου και στη μάνα μου. Το αγαπημένο παιδί ήταν το άλλο, που τους έμοιαζε. Ήταν δίκαιο.
Και παραμένω ένας διάβολος, όχι με την έννοια της ύβρεως στο θείο, άλλωστε πιστεύω ότι υπάρχει κάτι, ένα μυστήριο, πιστεύω στη μη γνώση, στο σκοτάδι. Δεν είμαι άνθρωπος του φωτός. Δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι μπορούν να προχωρήσουν μέσα στο φως. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι που μπορούν να ξεχωρίσουν είναι αυτοί που μπορούν να προχωρήσουν μέσα στο σκοτάδι. Που ενώ είναι τυφλοί, περπατούν. Για να δεις πρέπει να προηγηθεί μια τύφλωση. Εγώ ήμουν πάντα τυφλός, με την έννοια ότι αποδεχόμουν ότι υπάρχει κάτι που δεν βλέπω.
Είμαι πολύ ευτυχισμένος από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή στη ζωή μου. Δεν έχω να καταλογίσω τίποτα αρνητικό σε κανέναν. Ακόμη και τα μεγαλύτερα εμπόδια που έχουν βρεθεί στο δρόμο μου, έχουν έρθει για να με κάνουν να δω. Όχι για να καταστραφώ.
Εμένα και σε κελί να με βάλεις, θα φτιάξω παλάτι. Αυτό το συνειδητοποίησα στην πορεία ότι είναι ένα κομμάτι του χαρακτήρα μου. Με βοήθησαν όμως πολύ οι άνθρωποι που συνομίλησα μαζί τους. Είδα ότι αυτοί που ξεχώρισαν στη ζωή τους ήταν ότι μετουσίωναν ακόμη και την πιο δυσάρεστη εμπειρία σε ένα δημιουργικό έργο.
Δεν είναι σοβαρό το ότι έκανα 5 πετυχημένα περιοδικά. Το σοβαρό είναι ότι δούλεψα με μια ομάδα ταλαντούχων παιδιών και έρχεται μια στιγμή, έτσι γίνεται συνήθως, που η κοινωνία το χρέωσε σε μένα. Στην πραγματικότητα, χωρίς αυτούς δε θα μπορούσα να κάνω τίποτα. Αυτοί με ενέπνεαν, αυτούς ενέπνευσα. Αυτό το «εμείς» με ενδιέφερε, όχι το περιοδικό.
Νόμιζα ότι θα με ξεχάσουν οι άνθρωποι που δούλεψα μαζί τους στη δημοσιογραφία. Όμως δε με έχουν ξεχάσει, απεναντίας. Κι ευχαριστώ πάρα πολύ γι’ αυτό. Αναγνωρίζω σε αυτόν που οφείλω πάντα.
Φίλους έχω και από αυτόν το χώρο. Ο Λάμπης (Ταγματάρχης) είναι πια συγγενής μου. Ο Φερεντίνος είναι φίλος, αλλά και ο Τάκης Κυριακόπουλος που είναι ορκωτός λογιστής είναι επίσης φίλος μου. Δεν είναι μόνο οι φίλοι μας όμως. Δε θα είχα κάνει τίποτα από αυτά που έχω κάνει αν δεν είχα γνωρίσει τις γυναίκες με τις οποίες έζησα.
Τι με κέρδισε στην Άννα (Δρούζα);Το ότι είναι ένα πολύ ενδιαφέρον άτομο, έχει μεγάλη ένταση στην εκδήλωση του συναισθήματός της, είναι πολύ τρυφερός άνθρωπος, φιλόξενη, ανθρώπινη, αγαπά την καλή ζωή, εκτιμάει πράγματα, έρχεται από ένα αστικό σπίτι με την έννοια ότι έχει μια αγωγή. Όχι, δε συμφωνούμε στα πάντα, αντιθέτως, έχουμε πολλές συγκρούσεις, δεν έχουμε τον ίδιο χαρακτήρα. Οι άνθρωποι δεν ερωτεύονται τον ίδιο χαρακτήρα. Μόνο ο Θεός το ποίμνιό του, που του μοιάζει. Η Άννα δε θα έκανε αυτά που κάνω εγώ, δεν πιστεύει στο ρίσκο, δε θα ρίσκαρε οικονομικά όπως κάνω εγώ.
Ο γιος μου ο Κωνσταντίνος είναι ένας άνθρωπος πιο ώριμος από μένα, είναι από τους καλύτερους συνομιλητές που έχω στη ζωή μου, μαθαίνω πάρα πολλά από εκείνον. Κι αυτό το οφείλει σε αυτή την υπέροχη μάνα που είχε, τη Χρύσα Ρώπα, που τον μεγάλωσε με μια τεράστια δύναμη.
Δε μου λείπει τίποτα. Το μόνο που έχω ανάγκη είναι να ζω. Είμαι πρωινός τύπος, δε γίνεται μόλις χαράξει να κοιμάμαι. Κάθε πρωί τρέχω 10 χιλιόμετρα, κατεβαίνω τον Υμηττό. Έχω σε όλες τις πόλεις Ευρώπης τρέξει. Όπου κι αν βρεθώ τρέχω. Και στην Αμερική. Με αυτό τον τρόπο ηρεμώ, δεν τα βάζω με τους ανθρώπους. Είναι τρόπος ζωής.
Το μέλλον; Δεν με απασχολεί, δεν κάνω συγκεκριμένα σχέδια, απλώς περπατώ. Αύριο μπορεί να μην υπάρχω. Κάθε μέρα που ξυπνάω, επειδή έχω ξυπνήσει κάνω πράγματα, κάθε βράδυ επειδή έχω κοιμηθεί, ονειρεύομαι. Αν αύριο το πρωί εμφανιστούν κάποιοι άνθρωποι που θα με εμπνεύσουν, μπορεί να ξανακάνω περιοδικά, έναν εκδοτικό οίκο ή να συμμετέχω σε μια διαστημική αποστολή. Πάντως, γράφω συνεχώς θεατρικά, μ’ αρέσει πολύ το θέατρο και ελπίζω κάποια στιγμή να κάνω κάτι και εκεί. Αρχικά, θα δοκιμάσω κάποιους μονολόγους από το βιβλίο».