Όποιος μπορούσε έκανε την αντίστασή του. Ακόμα η εκπληκτική φωνή της Αντωνοπούλου στο ανάλογο τραγούδι.
Ο Γιάννος Μπερ απ’ το βοριά
το σύρμα δεν αντέχει.
Κάνει καρδιά, κάνει φτερά,
μες στα χωριά του κάμπου τρέχει.
«Δώσε, κυρά, λίγο ψωμί
και ρούχα για ν’ αλλάξω.
Δρόμο να κάνω έχω μακρύ,
πάν’ από λίμνες να πετάξω.»
Όπου διαβεί κι όπου σταθεί
φόβος και τρόμος πέφτει.
Και μια φωνή, φριχτή φωνή
«κρυφτείτε απ’ τον δραπέτη».
«Φονιάς δεν είμαι, χριστιανοί,
θεριό για να σας φάω.
Έφυγα από τη φυλακή
στο σπίτι μου να πάω.»
Α, τι θανάσιμη ερημιά
στου Μπέρτολτ Μπρεχτ τη χώρα.
Δίνουν το Γιάννο στους Ες Ες,
για σκότωμα τον πάνε τώρα.
Ουσιαστική η φιλία του Ιάκωβου με τον Σνάιντερ ( Άρης Λεμπεσόπουλος). Ο τελευταίος τού έμαθε να πίνει ουίσκι: «Τι βλάκες που είναι οι Γερμανοί, πίστεψαν έναν παράφρονα που φώναζε δεν θέλουμε βούτυρο, θέλουμε κανόνια. Να γιατί οι Γερμανοί χάνουν πάντα τον πόλεμο, γιατί προτιμούν τα κανόνια από το βούτυρο». Ο Σνάιντερ είναι εκεί για να σώσει τα αρχεία και για να βεβαιωθεί ότι αυτοί που έκαναν τα στυγερά αυτά εγκλήματα θα δικαστούν, θα τιμωρηθούν και θα δικαστούν εκατοντάκις σε θάνατο. Στην ερώτηση του Ιάκωβου τι κάνουν τώρα οι Γερμανοί, ο Αμερικανός απαντά: «Σκέφτονται, ξαφνικά, ανακάλυψαν το μυαλό τους.» Μετά όμως αναρωτιέται για όλα αυτά τα εκατομμύρια Γερμανών που τα ήξεραν όλα, που τα ανέχτηκαν όλα, αυτούς ποιος θα τους δικάσει; Η φωνή του και ο εκνευρισμός του δείχνει ότι μάλλον απίθανο θα είναι αυτό. Υπέροχη η ερμηνεία του Λεμπεσόπουλου, ως Αμερικανού επιτηρητή, με παιδεία όμως και αληθινά αισθήματα.
Η Γιαννίκα, η κοπέλα του Ιάκωβου, του ζητά να την κάνει να ξεχάσει όσα ζήσανε εκεί και κάνουν μαζί όνειρα, μέχρι την ώρα που εμφανίζεται ο Ιταλός άντρας της. Εκείνος θέλει να την πάρει μαζί του στην Ιταλία αν και νομίζει πως εκείνη δεν θα τον ακολουθήσει, όμως το κάνει και αυτό μάλλον γιατί αυτός ο άνθρωπος τη στήριξε στο παρελθόν και δεν έχει συνδεθεί μαζί του με σκοτεινές εμπειρίες και βασανιστήρια. Ήταν για εκείνη ο μόνος δρόμος διαφυγής από τους εφιάλτες.
Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια
κορίτσι με τα παγωμένα χέρια,
άμα τελειώσει ο πόλεμος μη με ξεχάσεις !
Χαρά του κόσμου, έλα στην πύλη
να φιληθούμε μες στο δρόμο
ν’ αγκαλιαστούμε στην πλατεία.
Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια,
κορίτσι με τα παγωμένα χέρια,
αμα τελειώσει ο πόλεμος, μη με ξεχάσεις !
Στο λατομείο ν’ αγαπηθούμε,
στις κάμαρες των αερίων
στη σκάλα, στα πολυβολεία.
Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια,
κορίτσι με τα παγωμένα χέρια,
άμα τελειώσει ο πόλεμος, μη με ξεχάσεις !
Έρωτα μες στο μεσημέρι,
σ’ όλα τα μέρη του θανάτου
ώσπου ν’ αφανιστεί η σκιά του.
Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια,
κορίτσι με τα παγωμένα χέρια,
άμα τελειώσει ο πόλεμος, μη με ξεχάσεις !
Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου
με το καθημερνό της φόρεμα
κι ένα χτενάκι στα μαλλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.