Συνεχίζεται, έχοντας πάρει παράταση μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου στο Badminton, η παράσταση του Μάουτχαουζεν, του βιωματικού εκείνου έργου του Ιάκωβου Καμπανέλλη, βασισμένο πάνω στην εμπειρία του στο ομώνυμο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Όλη η σκηνή του Badminton, είναι μια εικόνα ζοφερή από εκείνο το στρατόπεδο, με τα βασανιστήρια, τους θαλάμους αερίων, τα ηλεκτροφόρα σύρματα, την υποτίμηση του ανθρώπου, την εξαγρίωση της φύσης του, την κτηνωδία, τις ομαδικές εκτελέσεις, τον φόβο και τον τρόμο, την απελπισία, αλλά και την μοιρασιά, την ελπίδα, τον ρομαντισμό, τον έρωτα.
Γραφει η Μαρια Μαρη, θεατρολογος
Οι Γερμανοί φρόντιζαν να τους λένε ότι οι αγρότες γύρω από το στρατόπεδο είναι αθώοι, για να μην γίνεται πλιάτσικο στα αγροκτήματα. Όταν κάποιοι έβγαιναν, ζήταγαν προμήθειες από τους γύρω, όπως αυτός που με θράσος ζήτησε μια κούπα γάλα και μια φέτα ψωμί να την φάει μέσα στο σαλόνι ενός αγρότη. «Αγαπητοί, αχώνευτοι, Αυστριακοί αγρότες, ώσπου να γίνετε άνθρωποι θα έχετε τη χαρά να μου κάνετε παρέα κάθε μέρα, από το πρωί που ανατέλλει ο ήλιος ως τη δύση του. Έτσι για αρχή θα πάρω το άσπρο σας μοσχάρι, αύριο θα πάρω άλλο χρώμα!» Οι αγρότες δεν είχαν πάρει χαμπάρι ότι 240.000 άνθρωποι εξοντώνονταν στο διπλανό στρατόπεδο. Αυτούς ποιος θα τους δικάσει, όλους αυτούς που ξέρανε τα πάντα και όχι μόνο δεν έπαιρναν θέση, αλλά ανενόχλητοι διήγαγαν την ήρεμη ζωή τους!
Όλοι στο στρατόπεδο είχαν βρει έναν τρόπο να επιβιώνουν, με δανεικά ρούχα, με κλεμμένα φαγητά, με ουσιαστικές παρέες και φιλίες. Οι ίδιοι οι Γερμανοί πνίγονταν μέσα στο στρατόπεδο από τις αναθυμιάσεις του ανθρώπινου κρέατος που καιγόταν. Η ευθύνη του ανθρώπου, η συλλογική ευθύνη αναφέρεται συνέχεια από τον Καμπανέλλη: «πώς οι ανυποψίαστοι εμείς αμνοί του Θεού, πέσαμε στα νύχια αυτών των λύκων; Τίποτα δεν μας υποψίασε, κανένα σημάδι;». Περιγράφονται τα κρεματόρια, προβάλλονται σκηνές από τους ομαδικούς τάφους με τα πεταμένα κορμιά, τους θαλάμους αερίων ζωντανά στη σκηνή. Αποτυπώνεται η κτηνωδία, η ανυπεράσπιστη θέση του ανθρώπου μπροστά στην παράνοια.
Τα καψόνια ήταν πολλά, όπως αυτό με τον εβραίο που ο Γερμανός τον διέταξε να σηκώσει ένα αγκωνάρι και εκείνος έπεσε και τότε αδίστακτα ο ΕΣΣ τον σκότωσε εν ψυχρώ, ενώ ο Αντώνης που ήταν δίπλα, όχι μόνο το σήκωσε, αλλά σήκωσε και ένα μεγαλύτερο ακόμα ρεζιλεύοντας έτσι τον Γερμανό αξιωματούχο. Έκτοτε έγινε ήρωας στο στρατόπεδο. Στο σημείο αυτό η Ρίτα Αντωνοπούλου ερμηνεύει με μοναδικό τρόπο το τραγούδι του Αντώνη, που πρώτη ερμήνευσε η Μαρία Φαραντούρη.
Εκεί στη σκάλα την πλατιά
στη σκάλα των δακρύων
στο Βίνερ Γκράμπεν το βαθύ
το λατομείο των θρήνων
Εβραίοι κι αντάρτες περπατούν
Εβραίοι κι αντάρτες πέφτουν,
βράχο στη ράχη κουβαλούν
βράχο σταυρό θανάτου.
Εκεί ο Αντώνης τη φωνή
φωνή, φωνή ακούει
ω καμαράντ, ω καμαράντ
βόηθα ν’ ανέβω τη σκάλα.
Μα κει στη σκάλα την πλατιά
και των δακρύων τη σκάλα
τέτοια βοήθεια είναι βρισιά
τέτοια σπλαχνιά είν’ κατάρα.
Ο Εβραίος πέφτει στο σκαλί
και κοκκινίζει η σκάλα
κι εσύ λεβέντη μου έλα εδώ
βράχο διπλό κουβάλα.
Παίρνω διπλό, παίρνω τριπλό
μένα με λένε Αντώνη
κι αν είσαι άντρας, έλα εδώ
στο μαρμαρένιο αλώνι.
Εκπληκτικές οι σκηνές συνόλου είτε με τα γλέντια , είτε εκείνες με τα βασανιστήρια, τους θαλάμους αερίων, είτε οι άλλες οι αποχαιρετιστήριες. Η κίνηση (Αποστολία Παπαδαμάκη) εύστοχη, ποιητική και τελικά συγκλονιστική.
Ο έρωτας του Ιάκωβου με τη Γιαννίκα, η ιδρυματοποίησή τους, η αγωνία «αν φύγουμε, τι θα γίνουν όλα αυτά, θα τα γκρεμίσουν;» Άντρες και γυναίκες συναντιόντουσαν πίσω από τα συρματοπλέγματα.
Ο πύργος έγινε το καταφύγιο του Ιάκωβου και της Γιαννίκας. Η μουσική συνοδεία από το άσμα ασμάτων. Η συνεύρεσή τους διακόπτοταν συχνά από εφιάλτες. Τρομερές διηγήσεις για ωμοφαγία επιβεβλημένη από τους SS στους κρατούμενους, για το μωρό μιας Εβραίας Ιταλίδας, του οποίου σκότωσαν τη μάνα και το έβαλαν να θηλάσει και εκείνο θήλαζε το αίμα της σκοτωμένης μητέρας του. Μετά με το φτυάρι σκότωσαν και το μωρό. Κτήνη! «Όποιος χαρακτηρίζει τον Χίτλερ γουρούνι, αδικεί τα γουρούνια.» Η διήγηση, η φωνή, του Στέλιου Μάινα, συνάμα αφηγητής και Ιάκωβος, σε αντιδιαστολή με τις κτηνωδίες και τις διηγήσεις και τα τεκταινόμενα επί σκηνής. Μια επιτυχής αποστασιοποίηση, που πέτυχε να διαφυλάξει τον θεατή από την ωμότητα και να εμφυσήσει το σωστό πάθος, μένος ενάντια στην παράλογη βαναυσότητα.