Γράφει ο Γιώργος Κουμουτσάκος: Βουλευτής Β’ Αθηνών – Τομεάρχης Εξωτερικών ΝΔ
Η γεωπολιτική συγκυρία, οι επιλογές της κυβέρνησης στην εξωτερική πολιτική και η αμετροεπής αντιμετώπιση σημαντικών ζητημάτων, έχουν οδηγήσει τη χώρα στο να έχει μια σειρά από ανοικτά μέτωπα. Η τουρκική προκλητικότητα και παραβατικότητα έχει ενισχυθεί στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Η επιζήμια Συμφωνία των Πρεσπών διαγράφει μια τροχιά προς την κατεύθυνση της υλοποίησης μετά και την ψηφοφορία στο κοινοβούλιο της γειτονικής χώρας. Στα ελληνοαλβανικά, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών κ. Κοτζιάς είχε προαναγγείλει πανηγυρικά μια συμφωνία «πακέτο» πριν τις καλοκαιρινές του διακοπές, αλλά η συμφωνία δεν ήρθε ποτέ. Οι σχέσεις με τη Ρωσία έχουν περάσει μια δύσκολη περίοδο. Οι εμπεδωμένες σχέσεις με τις ΗΠΑ εμφανίζουν ευκαιρίες εμβάθυνσης που μένουν αναξιοποίητες σε σημαντικό βαθμό. Παντού ανοικτά ζητήματα.
Παντού αβεβαιότητα ή ακόμα και ένταση.Και σαν να μην αρκούσαν αυτά, η ίδια η κυβέρνηση βρίσκεται εγκλωβισμένη σε διπλές γραμμές για καίρια ζητήματα. Παγιδευμένη σε μια δίνη εσωστρέφειας και αλληλοκαταγγελιών περί χρηματισμού. Ακόμα και μέσα στο Υπουργικό Συμβούλιο γίνονται αναφορές για ύποπτες συνεργασίες και επαφές, που μένουν αναπάντητες και ασχολίαστες από τον Πρωθυπουργό.
Την ίδια ώρα, το διεθνές περιβάλλον σημαδεύεται από τις ξαφνικές αλλαγές σε θεμελιακές θέσεις στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, την τεταμένη αβεβαιότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, τη συγκρουσιακή κατάσταση στη Μέση Ανατολή, την επιστροφή της μεγάλης αβεβαιότητας στην Ευρώπη λόγω Ιταλίας, ενώ το Brexit παραμένει σε εκκρεμότητα. Συνολικά η Ε.Ε. πλέει σε θολά νερά λόγω της ανάδειξης λαϊκιστικών, ακραίων και εθνικιστικών δυνάμεων. Όλα γύρω μας βρίσκονται σε μετάβαση, σε αβεβαιότητα.
Σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον, η Ελλάδα, τοποθετημένη στο εξωτερικό ανατολικό σύνορο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι το σημείο συνάντησης των γεωπολιτικών τεκτονικών πλακών Δύσης και Ανατολής. Ευρώπης και Ισλάμ. Αυτό γεννά κινδύνους. Δίνει όμως και ευκαιρίες.Το μεγάλο στρατηγικό ζητούμενο της εξωτερικής πολιτικής μας είναι λοιπόν να μειώσει τους κινδύνους και να μεγιστοποιήσει τις ευκαιρίες. Μπορούμε να πετύχουμε αυτόν τον διπλό στόχο εάν αξιοποιήσουμε την ιδιαίτερη γεωπολιτική προστιθέμενη αξία που ειλικρινά πιστεύω ότι έχει η χώρα μας. Η αξιοποίηση της γεωπολιτικής μας ισχύος δεν αφορά μόνο την εξωτερική πολιτική. Αφορά και τις ευρύτερες αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν για μια συνολική ανάταξη της χώρας, στις οποίες πρέπει να ενσωματωθεί οργανικά και η εξωτερική πολιτική.
Άλλωστε, στην εποχή μας, της εμπεδωμένης παγκοσμιοποίησης και της συνεχώς μεγαλύτερης αλληλεξάρτησης, ο αυστηρός διαχωρισμός εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής στερείται πραγματικού αντικρίσματος. Η διασύνδεση και αλληλεπίδραση εσωτερικού και εξωτερικού, διεθνούς και εθνικού, είναι η μόνη πραγματικότητα. Γι αυτό χρειαζόμαστε ένα νέο πραγματιστικό, σφαιρικό και ολοκληρωμένο πλαίσιο δράσεων, που θα επιτρέψει στη χώρα μας να εκμεταλλευθεί την προστιθέμενη γεωπολιτική αξία της και να κινητοποιήσει τα αναξιοποίητα κεφάλαια ήπιας ισχύος και επιρροής του Ελληνισμού για να αντεπεξέλθει με επιτυχία στις νέες οξυμένες περιφερειακές και διεθνείς προκλήσεις.
Η ανάγκη αυτή είναι επείγουσα διότι η συγκυρία είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για τη χώρα μας. Διότι η Ελλάδα, παρά τις μεγάλες θυσίες των Ελλήνων και την πρωτόγνωρη δημοσιονομική προσαρμογή, παραμένει ακόμη στο αβέβαιο μεταίχμιο της εξόδου από τη βαθιά κρίση των τελευταίων χρόνων. Αυτό καθιστά τις επιλογές που θα γίνουν στο επόμενο διάστημα, καθοριστικές για την περαιτέρω πορεία της. Οι επιλογές μας θα κρίνουν εάν θα μεταβούμε σε ένα στάδιο ταχείας και σταθερής ανάπτυξης ή θα παραμείνουμε εγκλωβισμένοι στη σημερινή κατάσταση αναδιανομής της μιζέριας μιας συρρικνωμένης οικονομικής πίτας. Οι αποφάσεις μας θα καθορίσουν τελικά, εάν θα περάσουμε από τη σημερινή ατμόσφαιρα παραλυτικής μοιρολατρίας και παρακμής, σε μια δυναμική εθνική αυτοπεποίθηση προόδου.
Το αίτημα για εκλογές σχετίζεται με την πορεία της χώρας όχι μόνο στα επιμέρους ζητήματα, αλλά με τη συνολική κατεύθυνση. Με την ανάγκη να υπάρξει μια νέα εθνική αυτοπεποίθηση, με μια νέα διακυβέρνηση που γνωρίζει να διαπραγματεύεται και να πετυχαίνει το βέλτιστο αποτέλεσμα για την πατρίδα, όπου ο ρόλος της εξωτερικής μας πολιτικής θα είναι ιδιαίτερης βαρύτητας.