Επαναφέροντας την όχι τόσο φανερή, την πραγματική όμως αρχή της Επανάστασης, δηλαδή την ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΗ ΜΟΛΔΟΒΛΑΧΙΑ, 22 του Φλεβάρη 1821, δεν προσπερνάμε τη μάνα του τραγικού Αλέξανδρου Υψηλάντη. Την ακολούθησαν στο θάνατο τρεις ακόμη γιοί της, θύματα των κακουχιών κατά την πρωταγωνιστική συμμετοχή της οικογένειας στον Αγώνα, αλλά και προσωπικά η Ελισάβετ Υψηλάντη επιτελεί το καθήκον της. Μετά την έντιμη ήττα στο Σκουλένι της Μολδαβίας, 17/29 Ιουνίου 1821, μαζί με άξιους Έλληνες της Εφορίας του Κισινιόφ, περιθάλπει χίλιους τριακόσιους άνδρες, που επέζησαν τραυματισμένοι, άρρωστοι και πάμπτωχοι. Ήδη η οικογένειά της είχε διαθέσει ένα τεράστιο ποσό για την επανάσταση. Και όταν ο δευτερότοκος γιος της, ο αγνός πατριώτης Δημήτριος Υψηλάντης, κατεβαίνει με την ευχή της στην Ελλάδα, κρατά 40.000 ρούβλια, αφού πουλήθηκαν και τα τελευταία κοσμήματα των γυναικών του όντως αρχοντικού σπιτιού του. Ήταν τα πρώτα χρήματα για το ταμείο της επαναστατημένης πατρίδας.
Ώρα, όμως, να αντικρίσουμε το Μοριά του ’21. Οι γυναίκες οδοιπορούν προς τα στρατόπεδα οδηγώντας τα ζώα με τα αναγκαία του πολέμου, μεγάλα βάρη βαστάζουν κι εκείνες. Χρειάζονται τρόφιμα οι γεωργοί και οι βοσκοί, οι αυτοδίδακτοι στρατιώτες μας. Στη Δημητσάνα της Αρκαδίας, οι μπαρουτόμυλοι των έντιμων Σπηλιωτόπουλων μέρα – νύχτα παράγουν μπαρούτι – κατάπρωτη ανάγκη σε πάμπολλες περιοχές. Και εθελοντικά οι γυναίκες, σε μεγάλους φούρνους ψήνουν το ψωμί του επαναστάτη και βιάζονται, γιατί τις περιμένει και το δέσιμο των φισεκιών.
Από τον Οκτώβρη του 1822 ως το Μάρτη της επόμενης χρονιάς στα ακριτικά Ψαρά, κάθε ημέρα δίνουν τη δική τους μάχη οι άφοβες Ψαριανές. Μεταφέροντας όλα τα απαραίτητα ακολουθούν το δρόμο για το «Γυναικομονάστηρο», το αυτοσχέδιο «νοσοκομείο» που στήσανε, στην υποδειγματική προσπάθειά τους να σώσουν τους άρρωστους πρόσφυγες από τον καταστροφικό λοιμό της Τριπολιτσάς.
Και η Επανάσταση συνεχίζεται, κατ’ αρχάς όπως την είχε οραματιστεί στον Θούριο – προσταγή ο Ρήγας, ο Πρόδρομος της Ελληνικής Ελευθερίας:
Της Κρήτης και της Ύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός είν’ της πατρίδος, ν’ ακούστε τη λαλιά.
❍❍ ❍
Η Υδραία Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, χήρα του Σπετσιώτη πλοίαρχου Δ. Μπούμπουλη, αμέσως μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης με το καράβι της, τον «Αγαμέμνονα», συμμετέχει στο ναυτικό αποκλεισμό του Ναυπλίου. Αλλά και στη στεριά, αρχηγός δικής της ένοπλης ομάδας, έφιππη με το σπαθί στο χέρι, παίρνει ενεργό μέρος στις πρώτες, μεγάλες συγκρούσεις της επαναστατημένης Πελοποννήσου και θα ενισχύσει τον Αγώνα σχεδόν με το σύνολο της μεγάλης περιουσίας της.
❍❍ ❍
Η νέα, μορφωμένη και οπλισμένη Μαγδαληνή – Μαντώ Μαυρογένους, κόρη του Νικολάου Μαυρογένη, Φιλικού και μεγαλεμπόρου της Τεργέστης, πολεμά τους ληστοπειρατές στη Μύκονο, στο νησί της μητέρας της. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα, με δικά της 3.000 γρόσια πληρώνονται οι ναύλοι τεσσάρων καραβιών για τις επιχειρήσεις στη θάλασσα και συνεχίζει, η ίδια, να παίρνει μέρος σε μάχες μαζί με τους συντοπίτες της, όπως στην Κάρυστο. Παράλληλα απευθύνεται σε φιλέλληνες και ζητά συμπαράσταση από τις γυναίκες στο Παρίσι, γράφοντάς τους σε γαλλική γλώσσα ανάμεσα σε άλλα: «Η αγάπη για τον τόπο μου, η αφοσίωσή μου στη θρησκεία, η δίψα για δίκαιη τιμωρία, γέμισαν έξαλλη ορμή και πάθος την καρδιά μου. Λαχταρώ να βρεθώ στη μάχη». Και χωρίς αμφιβολία διέθεσε και εκείνη ολόκληρη την τεράστια περιουσία της στην Επανάσταση, για να πεθάνει πάμπτωχη στην Πάρο το 1848. Θύμα των πολιτικών παθών και μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, υπογραμμίζει το σκληρό πεπρωμένο που διαμόρφωσαν για το ελληνικό κράτος άνθρωποι αχαρακτήριστοι.
❍❍ ❍