Κανένας από τους δημότες του Αμαρουσίου δεν περίμενε με τόση αδημονία το πέρας των εργασιών ανάπλασης της γνωστής μας πλατείας όσο τα συμπαθή πετούμενα και οι πέντε άστεγοι που εγκαταστάθηκαν στα παγκάκια της πάραυτα. Ίσως γιατί και οι δύο αυτές κατηγορίες δεν είχαν «πού την κεφαλήν κλείναι», αφού «ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν» κατά την ευαγγελική ρήση. Οι δεύτεροι μάλιστα είχαν πεταχτεί έξω από ετοιμόρροπο σπίτι, με εισαγγελική παρέμβαση, για το φόβο κατάρρευσης. Μία κυρία εξ αυτών συντροφευόταν από δύο σκυλάκια, που τα τάιζε με τον «πλούτο της τροφής της», έτσι όπως κατάφερνε να εξοικονομεί από το παρακείμενο super market και το συσσίτιο της Μητροπόλεως.
Όσο η σκοτεινή θεά της ανάγκης, στην οποία ακόμα και οι θεοί υποτάσσονται, τυλίγει στα πέπλα της επιτακτικά και ανελέητα ολοένα και περισσότερους συνανθρώπους μας, η τραγωδία αυτή αφορά όλους μας ακόμα κι αν συμβαίνει σ’ ένα εξ ημών. Όταν κάποιος εκτίθεται σ’ αυτή την κατάσταση, έχοντας χάσει το στήριγμα και την ασφάλεια της εστίας, συνειδητοποιεί τη δική του αλήθεια. Ο ανέστιος γίνεται λιγομίλητος και λιτός. Τα συναισθήματά του γαληνεύουν, αφού δεν απαιτεί τίποτα πια από κανένα. Μαθαίνει να ξεχωρίζει το ουσιαστικό, που είναι η εύρεση καταλύματος για το βράδυ, από το μηδαμινό. Η δριμύτητα της φτώχειας που τον σαρώνει απαιτεί υπακοή στη σκληρή πραγματικότητα, την ώρα που εμείς εξακολουθούμε να ερίζουμε για τα έργα της πλατείας: Γρανίτες με αψίδες ή σπάνια ποικιλία δέντρων;
Ζωή που την παρασέρνει ο βοριάς κατά πως φυσά το πεταμένο χαρτί, το άδειο μπουκάλι, το σκουπίδι. «Εύθραυστο κοτσάνι μιας άγριας ορχιδέας μέσα στη σχισμή του βράχου πάνω από μια απόκρημνη χαράδρα.» Σύγχρονοι τραγουδοποιοί προσεγγίζουν τη δυστυχία με στίχους όπως: «Με ΄ρίξαν στου αιώνα τα απόβλητα και έχασα τα λίγα, τα απόλυτα. Σ’ αυτό που λένε αυτοί πολιτισμό εγώ βαράω το συναγερμό.» (Α. Βαρδής).
Η εικόνα των αστέγων, άκρως «πιασάρικη» για την τηλεοπτική κάμερα με φόντο άλλοτε γιαπιά, χαλάσματα, γέφυρες, πάρκα, παγκάκια, πεζοδρόμια κάτω από βροχή, χιόνι ή καύσωνα, προκαλεί αισθήματα ανασφάλειας και φόβου στην κοινωνία: «Κι εγώ μένω σε σπίτι που δεν είναι πλέον δικό μου. Ποιος ξέρει για πόσο καιρό ακόμα, αφού αδυνατώ να πληρώσω λογαριασμούς, δάνεια, φόρους…» μονολογεί μελαγχολικά βιοπαλαιστής επαγγελματίας παρακείμενης οδού.
Χαρισματικές προσωπικότητες, όπως διανοητές, πολιτικοί, καλλιτέχνες, επαναστάτες, μεταρρυθμιστές, γιατροί, ιερωμένοι, καταπιάστηκαν ανά τους αιώνες με το θέμα της φτώχειας. Άλλοι για να βρουν τις αιτίες πουν την τρέφουν, άλλοι για να την αποκλείσουν από τις κοινωνίες των ανθρώπων, εγκαθιστώντας πολιτικά συστήματα και άλλοι για ν’ ανακουφίσουν τα θύματά της.
Από θρησκευτικής πλευράς, ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης (1182-1226 μ.Χ.), -Ο Φτωχούλης του Θεού- Ν. Καζαντζάκης-, ο οποίος έζησε με δική του επιλογή σε απόλυτη φτώχεια, περισυλλογή και απογύμνωση διατύπωσε στη διδασκαλία του τάγματός του άποψη περί φτώχειας, που θα έβρισκε σύμφωνο ακόμα και τον Κάρολο Μαρξ, αρκετούς αιώνες μετά. Είπε, δηλαδή, πως εκεί που ο καθένας προσπαθεί ν’ αποκτήσει υπάρχοντα τελειώνει και η αληθινή κοινότητα των αδερφών και των φίλων, καθώς εάν είχαμε υπάρχοντα, θα χρειαζόμασταν και όπλα για να τα υπερασπιστούμε.
Και για να έρθουμε στις μέρες μας, προσωπικά θα όριζα τη φτώχεια ως αποτυχία της πολιτικής αφού δεν μπόρεσε αυτή να εξασφαλίσει την αξιοπρέπεια του καθενός μας. Διαχρονικός και επίκαιρος ο ορισμός της πολιτικής στην Ελλάδα, όπως διατυπώθηκε το 1956 από τον Γ. Θεοτοκά. Απολαύστε τον: «Είναι ένα σύμπλεγμα από ατομικά πάθη και συλλογικές ιδεοληψίες, είναι σύγκρουση κοινωνικών ρευμάτων, παραδόσεων, συμφερόντων μικρών ή μεγάλων, είναι επαγγελματική σταδιοδρομία, συναλλαγή θεμιτή και αθέμιτη, μανιάτικος γδικιωμός, τραγωδία, κωμωδία και γενικά ψυχαγωγία». Θα πρόσθετα μάλιστα πως σήμερα το χάσμα ανάμεσα στο μέσο πολίτη από τη μια και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις πολιτικές ελίτ από την άλλη, ουδέποτε υπήρξε τόσο βαθύ! Ακόμα και οι λέξεις κακοποιήθηκαν αφού «τα μέτρα λιτότητας» ή καλύτερα «εξαθλίωσης», που ψηφίζονται, ονομάστηκαν: «διαρθρωτικές αλλαγές».
Από ιδεολογία ή κακοπιστία κινούμενη μία μερίδα συνανθρώπων μας αρνείται να βοηθήσει στη διαχείριση της φτώχειας γύρω της, με το ισχυρό επιχείρημα πως αυτό είναι δουλειά του κράτους και ευθύνη της πολιτείας. Λένε: «Δεν θα κάνω εγώ το δεκανίκι σ’ ένα ανάπηρο κοινωνικό σύστημα.»
«Όντως είναι ευθύνη του κράτους» απαντά η Έλενα Ακρίτα από την άλλη πλευρά. «Αν όμως περιμένουμε από το συγκεκριμένο κράτος, θα πεθάνουν όλοι γύρω μας. Λύστε μου την εξίσωση: Έχουμε ένα παιδί. Έχουμε ένα ψόφο. Το παιδί χρειάζεται ένα μπουφάν. Το παιδί δεν έχει μπουφάν που χρειάζεται. Τί κάνουμε; ΒΟΗΘΑΜΕ, ρε γαμώτο, βοηθάμε. Οργανώσεις, ομάδες, πρωτοβουλίες φορέων και πολιτών και μετά ας αλλάξουμε με τη ψήφο μας κράτος, δομές και το χάλι που μας περιβάλλει.». Όπως και να ΄χει, ο προβληματισμός ζητά λύση εδώ και τώρα, καθώς ο επερχόμενος χειμώνας θα δοκιμάσει σκληρά εκατοντάδες συνανθρώπους μας που βρίσκονται στο έλεός του, αρχές του 21ου αιώνα!
Ελένη Καραμπέτσου εκπαιδευτικός