Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης – Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 23/03/2024
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόφαση του υπουργού Παιδείας Κυριάκου Πιερρακάκη αφενός να επαναφέρει στα σχολεία την πενθήμερη αποβολή σε περίπτωση bullying, αλλά και να ενεργοποιήσει σε λίγες ημέρες τη διαδικτυακή πλατφόρμα επωνύμων καταγγελιών για περιστατικά ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού από γονείς και μαθητές.
Ως προς την πενθήμερη αποβολή, η στήλη δεν συμμερίζεται τις απόψεις όσων διαφωνούν κατηγορηματικά με την εκ νέου εφαρμογή της, επικαλούμενοι σύγχρονες παιδευτικές αντιλήψεις και απορρίπτοντας την «τιμωρητική» προσέγγιση αντιμετώπισης του προβλήματος. Κι αυτό επειδή ειδικά μετά την περίοδο της πανδημίας, το ήδη μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα της νεανικής/ανήλικης βίας γιγαντώθηκε. Και μια βασική αιτία αποτέλεσε αυτή ακριβώς η «ελαστική» αντιμετώπιση του φαινομένου εντός ή εκτός των σχολείων. Οι συνέπειες για τα παιδιά που υποπίπτουν σε τέτοιες συμπεριφορές εις βάρος συμμαθητών τους όσο περνούσε ο καιρός γίνονταν όλο και πιο «διαλλακτικές». Με αποτέλεσμα πολλά παιδιά να βιώνουν έναν καθημερινό εφιάλτη καταπίεσης, απειλών, λεκτικής και σωματικής βίας. Όλη αυτή η έλλειψη σοβαρών συνεπειών μετουσιώθηκε σε ασυδοσία και τα περιστατικά όλο και αυξάνονταν.
Η πενθήμερη αποβολή μεταφράζεται σε δεκάδες απουσίες. Και στον μαθητόκοσμο αυτή είναι μια από τις παραμέτρους που εξακολουθεί να παραμένει υπολογίσιμη για πολλούς και διαφόρους λόγους, που δεν χρειάζεται να αναλυθούν εδώ. Και το ίδιο υπολογίσιμη είναι και για τους γονείς. Επομένως, γιατί είναι κακό να υπάρχει μια «μετρήσιμη» και σοβαρή συνέπεια για όσους μαθητές θέλουν να κάνουν τους «μάγκες» έναντι των πιο ήπιων ή σωματικά πιο αδύναμων συμμαθητών τους;
Πάμε και στη διαδικτυακή πλατφόρμα καταγγελιών bullying από γονείς και μαθητές και μάλιστα επώνυμα, όπως ξεκαθαρίζεται από το Υπουργείο Παιδείας ειδικά σε πρώτο στάδιο. Ο υπουργός ανήγγειλε τη διαχείριση των καταγγελιών από ειδικές ομάδες εκπαιδευτικών και ειδικών επιστημόνων που θα τις αξιολογούν και χειρίζονται κι αυτό κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι οι γονείς ή οι μαθητές θα επιθυμούν να καταγγείλουν κάτι επώνυμα, έξω από το σχολικό περιβάλλον. Ο φόβος για ενδεχόμενες συνέπειες εκτός σχολείου λόγω των καταγγελιών τους είναι ένα υπαρκτό και διαπιστωμένο πρόβλημα όλα αυτά τα χρόνια. Εντός του σχολείου υπάρχουν οι εκπαιδευτικοί που μπορούν να ελέγχουν, να παρατηρούν, να επιβεβαιώνουν ή και να υψώνουν τοίχο προστασίας σε όσους υφίστανται bullying. Μια επώνυμη καταγγελία διαδικτυακά και εκτός σχολείου, ωστόσο, είναι ελαφρώς διαφορετική. Και ο μηχανισμός που προανήγγειλε το Υπουργείο ότι θα επιλαμβάνεται των περιπτώσεων θα πρέπει να είναι έγκαιρος, επαρκής, άμεσος και με «στεγανά» στα προσωπικά δεδομένα. Παράλληλα, θα πρέπει να γίνεται σωστή αξιολόγηση, καθώς το τι εκλαμβάνεται ως bullying είναι σχετικό και δεν είναι απίθανο να δημιουργηθεί φόρτος εργασίας για τους αρμόδιους με καταγγελίες που ενδεχομένως είτε δεν ευσταθούν είτε έρχονται σε δεύτερο πλάνο σε σχέση με σοβαρότερα περιστατικά.
Σε κάθε περίπτωση, βρισκόμαστε σε ένα στάδιο όπου το σοβαρότατο και λυπηρό αυτό κοινωνικό φαινόμενο προβληματίζει την Πολιτεία, η οποία αναζητά τρόπους αντιμετώπισής του. Οι μέχρι σήμερα προσεγγίσεις δεν έχουν αποδώσει και αναμένουμε με ενδιαφέρον το αποτέλεσμα των νέων.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η ρίζα του κακού είναι ξεκάθαρη: Ελλειμματική παιδεία (προσοχή: όχι «εκπαίδευση», έχει μεγάλη διαφορά), μεγάλη γονεϊκή ανεκτικότητα ή ακόμη και άρνηση πραγματικότητας, «δεμένα χέρια» των εκπαιδευτικών, τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που πιέζουν τις καταστάσεις εντός κι εκτός των σπιτιών. Κι όσο τα πράγματα παραμένουν προβληματικά, δεν μπορούμε να περιμένουμε δραματικές αλλαγές προς το καλύτερο, παρά μόνο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη άμβλυνση του κακού.