Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης
Την Κυριακή 7 Ιουλίου ολοκληρώθηκε μια από τις πιο μακρές και παρατεταμένες προεκλογικές περιόδους που έχει ζήσει ο τόπος, η οποία, κατά την ταπεινή μου άποψη, συγκρίνεται μόνο με τις εποχές του «βρώμικου ‘89» και τις διαρκείς εκλογές που διεξήχθησαν μέχρι να καταφέρει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης να σχηματίσει εκείνη την εύθραυστη κυβέρνηση, η οποία δεν κατάφερε να εξαντλήσει την τετραετία. Βέβαια, σε σύγκριση με τότε, έχουν αλλάξει τόσα πολλά, που νομίζει κανείς ότι πέρασαν αιώνες. Το εκλογικό Σώμα ήταν πιο συσπειρωμένο και πολωμένο, προσερχόταν στην κάλπη μαζικά, ζούσε και ανέπνεε για τις πολιτικές εξελίξεις.
Στη σύγχρονη εποχή, των multimedia, των social media, της καταιγιστικής ροής πληροφόρησης και της σταδιακής πτώσης της ποιότητας του πολιτικού λόγου και προσωπικού, τα ποσοστά αποχής που υπερβαίνουν το 40% θεωρούνται, πλέον, τόσο αναμενόμενα, ώστε σχεδόν ούτε καν σχολιάζονται. Η αδιαφορία του κόσμου μεγαλώνει και στην άμβλυνση του προβλήματος δεν φαίνεται να βοήθησε ούτε η απόφαση να κατέβει στα 17 το ηλικιακό όριο για δικαίωμα ψήφου. Η «απολιτίκ» και αδιάφορη για τα κοινά νεολαία δείχνει να βυθίζεται όλο και περισσότερο στην ψηφιακή «εικονική πραγματικότητα».
Και μιας και η σύγκριση με το «βρώμικο ‘89», δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε «με το καλημέρα» να ξεπεράσει κατά πολύ τις εκλογικές επιδόσεις του πατέρα του. Στις σημερινές εποχές που περιγράψαμε και με το πείραμα των μικρότερων κομμάτων να διαρκεί σχεδόν μια δεκαετία και τελικά να αποτυγχάνει στην πράξη, η κατάκτηση 158 εδρών και μιας σχετικά άνετης αυτοδυναμίας, ασφαλώς πρέπει να θεωρείται πολύ μεγάλη υπόθεση, όσο και ευθύνη απέναντι σε όσους εμπιστεύτηκαν το πρόγραμμα της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ.
Όπως μεγάλη υπόθεση συνιστά και το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ. Με όσα δραματικά είχαν προηγηθεί και ήταν πάρα πολλά για μια τετραετία, η συγκράτηση μιας τόσο μεγάλης μερίδας ψήφων προσδίδει και παρόν και μέλλον στην παράταξη, η οποία, είναι κοινό μυστικό πια ας μην κρυβόμαστε, φιλοδοξεί να επανέλθει με δυναμική εξουσίας ως εκπρόσωπος της ευρύτερης κεντροαριστεράς. Σημαντικό, επίσης, είναι και το γεγονός ότι έχουμε μετά από καιρό μια πιο «σφιχτή» Βουλή με 6 κόμματα, μια αυτοδύναμη κυβέρνηση που μπορεί να εφαρμόσει το πρόγραμ- μά της και να λάβει όλα τα εύσημα ή τα αναθέματα αποκλειστικά για τις δικές της επιλογές, καθώς και μια ισχυρή αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία προφανώς θα ασκήσει δυναμικό έλεγχο στα κυβερνητικά πεπραγμένα.
Κι επειδή το δίπολο Μητσοτάκη – Τσίπρα είναι νέο σε ηλικία, αναμένουμε και αντίστοιχα νέα ήθη στις πολιτικές τους αντιπαραθέσεις, με θετικό σημάδι την επικοινωνία μεταξύ τους μετά το αποτέλεσμα, αλλά και στην παράδοση – παραλαβή στο Μαξίμου. Όσο κι αν οι «πληγές» των μνημονίων επουλώνονται με πολύ αργούς ρυθμούς, το γήπεδο φαίνεται στρωμένο για να αλλάξουμε επιτέλους πολιτική προσέγγιση και νοοτροπία. Τον δρόμο τον έδειξαν άλλωστε και οι λιγοστοί και ήπιοι πανηγυρισμοί τη βραδιά των εκλογών. Ο κόσμος κουράστηκε να αβαντάρει μεγάλες κουβέντες και να τις επικροτεί κατεβαίνοντας στους δρόμους. Για αποτέλεσμα υπέρ των συμφερόντων του διψά και για πολιτικό ορθολογισμό. Όχι για καιροσκοπισμό, ρεβανσισμό και ακραίες «φιλομνημονιακές» απόψεις που κάποιοι/ες έσπευσαν νωρίς νωρίς να επιδείξουν.