Πριν από λίγες μέρες είχα την χαρά να συντονίσω μια συζήτηση μεταξύ μαθητών που
συμμετέχουν στο πρόγραμμα «Σχολείο-Πρεσβευτής» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (EPAS)».
Στο πρόγραμμα συμμετέχουν μαθητές Λυκείου, οι οποίοι καλούνται να υλοποιήσουν δράσεις
ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, κυρίως των συνομήλικων τους, πάνω στα θέματα της
λειτουργίας των θεσμών της Ε.Ε. Τα παιδιά, με εντυπωσιακό αίσθημα ενσυναίσθησης και
διάθεση να γνωρίσουν τον κόσμο, αναφερθήκαν τόσο στα δικαιώματά των πολιτών της Ε.Ε.,
αλλά και στον ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς επίσης τα fake news, την κλιματική
αλλαγή, αλλά και πως αντιλαμβάνονται οι νέοι άνθρωποι την Ε.Ε. και τι είναι αυτό τελικά που
θεωρούν ότι προσφέρει η συμμετοχή της χώρας μας σε αυτή την Ένωση.
Κάποια στιγμή, η συζήτηση ήρθε στο πώς οι ίδιοι ονειρεύονται το μέλλον τους. Η απάντηση –
μαχαιριά στην καρδιά ήρθε αυθόρμητα από έναν μαθητή της Γ΄ Λυκείου, ένα δίμετρο
παλικαράκι με μακριά μαλλιά και έντονο βλέμμα που φωνάζει για ζωή. «Σίγουρα έξω από την
Ελλάδα και πιθανότατα κάπου αρκετά μακριά».
Όπως εξήγησε, ονειρεύεται να ασχοληθεί με την επιστήμη της Πληροφορικής, ενώ ήδη έχει κάνει τη σχετική έρευνα αγοράς του, έχοντας εντοπίσει πανεπιστήμια στη Δανία που τον ενδιαφέρουν και εξετάζει το ενδεχόμενο να κάνει αίτηση να τον δεχθούν, όταν ολοκληρώσει το σχολείο. Μάλιστα, επειδή, όπως είπε, οι γονείς του είναι απλοί άνθρωποι της βιοπάλης και δεν έχουν τη δυνατότητα να τον βοηθήσουν πολύ,
ο ίδιος έχει κάνει έρευνα και σε προγράμματα, όπου μπορεί παράλληλα να δουλεύει για να
μπορεί να στηρίξει μόνος του τον εαυτό του έπειτα από ένα δυο μήνες – τόσο υπολόγιζε θα
άντεχαν εκείνοι να καλύψουν τα έξοδά του.
Δεν ξέρω ποιο από τα δύο ήταν το πιο συγκλονιστικό. Ότι ένα 17χρονο παιδί έχει τόσο
συγκροτημένη σκέψη και ενσυναίσθηση, ώστε να τα έχει υπολογίσει όλα προκειμένου και να
κάνει το όνειρό του πραγματικότητα χωρίς να επιβαρύνει τους γονείς του, κάτι που
επιδεικνύει αξιοσημείωτη ωριμότητα για την ηλικία του; Ή το γεγονός ότι η απάντησή του στο
πού βλέπει το μέλλον του ήταν σχεδόν ενστικτώδης «πολύ μακριά από την Ελλάδα».
Ένα πράγμα που με πλήγωνε βαθιά τη διετία που επέλεξα κι εγώ να αναζητήσω μια καλύτερη
έξω από τα σύνορα της Ελλάδας ήταν ότι έβλεπα σε πολύ κόσμο αυτή τη ματαίωση ότι εδώ,
τίποτα δεν έχει μέλλον. Σκεφτόμουν ότι, αφού εγώ έφτασα να περάσω τα 40 και μετά από
δυόμιση δεκαετίες σκληρής δουλειάς και εμπειρίας στη ζωή για να πω ότι δεν έχει νόημα να
προσπαθώ περισσότερο, πώς θα μπορούσαν οι νέοι άνθρωποι να αντέξουν;
Δυστυχώς, βλέπω συνεχώς νέα παιδιά να έχουν την πρόθεση να ανοίξουν την πόρτα, να
πετάξουν μακριά, να την κλείσουν, να κλειδώσουν και να πετάξουν το κλειδί της επιστροφής
στον ωκεανό. Με πληγώνει, το ξαναγράφω. Γιατί αυτό σημαίνει ότι, όχι μόνο δεν καταφέραμε
να τους προσφέρουμε αυτά που ονειρεύονταν, αλλά βλέπουν πως δεν υπάρχει και καμία
περίπτωση αυτό να συμβεί ούτε και στις επόμενες γενιές.
Και κάτι τέτοιες στιγμές που έρχονται στο μυαλό ακόμα πιο έντονα οι στίχοι του Ανδρέα
Πανταζή στο «Φοβάμαι», που μελοποίησε μαεστρικά ο Γιάννης Ζουγανέλης και τραγούδησε
πριν από 42 χρόνια ο ανυπέρβλητος Βασίλης Παπακωνσταντίνου πως «σε πολυεθνικό
μονόδρομο, το μέλλον μου δώσαν αντιπαροχή».
Άραγε, είμαστε περήφανοι για το μέλλον που ορίσαμε για τα παιδιά μας; Άραγε, θα κάνουμε
κάτι έστω και την ύστατη στιγμή να σώσουμε την αξιοπρέπεια της γενιάς μας; Άραγε, για το
σάπιο οικοδόμημα που χτίσαμε, άξιζε να δοθεί αντιπαροχή το μέλλον των παιδιών μας; Είμαι
βέβαιος πως οι ιστορικοί του μέλλοντος θα είναι πραγματικά πολύ σκληροί απέναντί μας.