Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης
Oταν δεν χωράει κανείς σε κάποιον χώρο, μπορεί να τον καταλάβει με δύο τρόπους: Είτε δια της βίας, είτε επειδή κάποιος του τον παραχωρεί.
Τα τελευταία χρόνια η άνοδος της ακροδεξιάς και, ειδικότερα, των νεοναζί στις ευρωπαϊκές χώρες είναι γεγονός διαπιστωμένο. Αλλά μέχρι εκεί. Οι γνωστές χιλιοειπωμένες και χιλιογραμμένες ατάκες του στυλ «το αυγό του φιδιού εκκολάπτεται ξανά», «ένα φάντασμα πλανάται πάνω από την Ευρώπη», «οι νοσταλγοί του Χίτλερ» κ.λπ. απλώς περιγράφουν μια κατάσταση και σε καμία περίπτωση δεν επιχειρούν να την ερμηνεύσουν και κατ’ επέκταση να διερευνήσουν τους τρόπους με τους οποίους θα περιοριστεί αυτό το ανησυχητικά αυξανόμενο πολιτικό-κοινωνικό «κύμα».
Η ίδια ιστορία παίζεται και στην περίπτωση των γερμανικών εκλογών και της ανόδου της ακροδεξιάς σε τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας. Οι «κατάρες», οι «αφορισμοί», τα «ευχολόγια» και οι διαπιστώσεις δίνουν και παίρνουν και ελάχιστοι μπαίνουν στη λογική της ρεαλιστικής ερμηνείας του φαινομένου.
Είναι προφανές ότι και η Γερμανία, κυρίως αυτή, προστίθεται στον κατάλογο των χωρών της Ε.Ε. που δεν κατάφεραν να βρουν και να εφαρμόσουν τις κατάλληλες πολιτικές που θα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα δύο μεγαλύτερα προβλήματα των τελευταίων χρόνων: Την κρίση από πλευράς οικονομίας και το προσφυγικό/μεταναστευτικό από πλευράς κοινωνίας. Δύο προβλήματα, τα οποία, όσο περνά ο καιρός, όλο και περισσότερο αλληλοδιαπλέκονται και επιδεινώνουν τις ήδη κακές συνθήκες υπό τις οποίες γιγαντώθηκαν.
Κατά την ταπεινή μου άποψη, με ορισμένες θλιβερές κεντροευρωπαϊκές και «Βαλτικές» εξαιρέσεις, οι κοινωνίες των ευρωπαϊκών χωρών αποδείχθηκαν κατά πολύ ανώτερες των περιστάσεων σε σχέση με τους πολιτικούς τους ηγέτες. Τα κοινωνικά αντανακλαστικά (εθελοντισμός, ανθρωπιστική βοήθεια, φιλοξενία, συσσίτια κ.ά.) που επέδειξαν οι Ευρωπαίοι πολίτες σε μεγάλο ποσοστό τους, τόσο στους χειμαζόμενους συμπατριώτες τους ελέω οικονομικής κρίσης, όσο και σε απελπισμένους πρόσφυγες από τη Συρία και αλλού, ανάγκασαν ορισμένες φορές το κράτος τους να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο.
Ωστόσο, επειδή οι πολίτες και οι κοινωνικές οργανώσεις και τα κινήματα ποτέ δεν θα επαρκούσαν για την αντιμετώπιση τόσο τεράστιων προβλημάτων, τα κράτη και η ίδια η Ε.Ε. ποτέ δεν μπόρεσαν να παρουσιάσουν ούτε καν τη στοιχειώδη πολιτική βούληση για να τα επιλύσουν. Διάλογος κωφών στις Βρυξέλλες για τα οικονομικά, «Βαβέλ» αντικρουόμενων απόψεων για το προσφυγικό. Αν σε αυτό προσθέσουμε ένα αδιόρατο, αλλά… ορατό (οξύμωρο, αλλά έτσι είναι) νέφος «πολιτικά ορθής λογοκρισίας» από την πλευρά της ριζοσπαστικής Αριστεράς (που δεν είναι άμοιρη ευθυνών για ό,τι συμβαίνει) προς οποιαδήποτε «δυσανασχέτηση» για την αναρχία που επικρατεί ως προς την εισροή και κατανομή προσφύγων, τότε ουσιαστικά προσθέτουμε το «αλάτι» στην εκρηκτική συνταγή που οδηγεί πολλούς Ευρωπαίους να νιώσουν «απειλούμενοι» ή, έστω, «απροστάτευτοι» και πολλοί εξ αυτών να στραφούν προς ακραίες δυνάμεις, που πάντα εκμεταλλεύονται αυτό που σημείωσα στην αρχή: Τον χώρο που τους δίνεται.