Η Μαρουσιώτισσα συγγραφέας μιλάει στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ με εξομολογητική διάθεση. Αναφέρεται στο νέο της βιβλίο «Μπαρόκ» το οποίο περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, εξηγεί για ποιο λόγο μετανάστευσε στο Βερολίνο και εξομολογείται πώς διαχειρίστηκε το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω» που κέρδισε σε ηλικία 30 ετών
Συνέντευξη: Τάσος Μεργιάννης
«Το νέο βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου είναι ένα αναπάντεχο μυθιστόρημα ‘’ανηλικίωσης’’, μια περιπετειώδης αναζήτηση του εαυτού και των αντανακλάσεών του. Η ηρωίδα της μικραίνει αντί να μεγαλώνει, και μαζί της στενεύει ο τόπος. Η Ελλάδα ονειρεύεται την Ευρώπη, οι συνταγματάρχες επιστρέφουν, και το κορίτσι μπουσουλάει σ’ ένα κτήμα που δεν δόθηκε ακόμα για αντιπαροχή. Τι θα γίνει μετά; Κι αν το σασπένς δεν βρίσκεται στο τέλος, αλλά στην αρχή των πραγμάτων»;
To οπισθόφυλλο του νέου βιβλίου της Αμάντας Μιχαλοπούλου «Μπαρόκ» (εκδόσεις Καστανιώτη) σε προδιαθέτει να διαβάσεις ένα βιβλίο διαφορετικό από τα άλλα, που διαβάζεται «απνευστί. Η πολυγραφότατη και βραβευμένη συγγραφέας, της οποίας τα έργα έχουν μεταφραστεί σε 15 γλώσσες, μιλάει στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ για το νέο της πνευματικό παιδί και κάνει μια «βουτιά» στο παρελθόν για να αλιεύσει και να μοιραστεί μαζί μας τα πρώτα της συγγραφικά σκιρτήματα.
Πώς θα περιγράφατε το νέο σας πνευματικό παιδί και γιατί χαρακτηρίζετε το «Μπαρόκ» ως «ένα αναπάντεχο μυθιστόρημα ανηλικίωσης»;
Η πρωταγωνίστρια του Μπαρόκ βαδίζει ανάποδα από τη σημερινή εποχή προς τα πίσω. «Ανηλικιώνεται» δηλαδή. Χρησιμοποίησα αυτόν τον νεολογισμό για μια περίπλοκη και καθαρά μυθοπλαστική διαδικασία: το να μικραίνεις αντί να μεγαλώνεις μοιάζει με ένα υπαρξιακό θρίλερ. Αλλά και το γεγονός ότι ζούμε γνωρίζοντας ότι θα πεθάνουμε, είναι θρίλερ επίσης. Πρόκειται δηλαδή για μια αναστροφή στο σασπένς…
Το «Μπαρόκ» ως βιβλίο έχει κάποιες ιδιαιτερότητες. Παρουσιάζει αντεστραμμένη αφηγηματική γραμμή, ομοιάζοντας με τον κινηματογραφικό «Μπένζαμιν Μπάτον» καθώς η αρίθμηση των κεφαλαίων είναι αντίστροφη. Γιατί επιλέξατε αυτή τη γραμμή και αν -με βάση αυτό το δεδομένο -είναι ένα βιβλίο που ίσως σας «παίδεψε» περισσότερο απ’ ότι τα προηγούμενα;
Το βιβλίο διαλέγει, όχι ο συγγραφέας. Ξέρω πως ακούγεται μεταφυσικό αυτό που λέω, αλλά η συγγραφή είναι για μένα ό,τι πιο κοντινό σε θρησκευτική εμπειρία μπορώ να σκεφτώ. Χρειάζεται ακλόνητη πίστη στο κείμενο, στην επιθυμία του κειμένου να γραφτεί. Το κείμενο ζητάει να γραφτεί και οι συγγραφείς, με στοχαστική ενσυναίσθηση, γράφουν. Ο σκοπός του κειμένου είναι να παιδεύει πάντα εκείνον που γράφει. Παιδεύω όμως σημαίνει και ανατρέφω. Μ’ άλλα λόγια, οι συγγραφείς ανατρέφουν τα κείμενά τους και ανατρέφονται από αυτά.
Το βιβλίο περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Θα το χαρακτηρίζατε «αυτοβιογραφία»;
Μυθοπλασία και αυτοβιογραφία είναι πολύ κοντινές έννοιες. Απλώς θεωρείται ταμπού να γράφουν οι συγγραφείς ορμώμενοι από τη ζωή τους – συχνά αυτοβιογραφούμενοι λένε ότι γράφουν μυθιστόρημα, κι άλλοτε δηλώνουν ότι γράφουν την αυτοβιογραφία τους ενώ γράφουν ωραία ψέματα. Ούτως ή άλλως δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια· ό,τι ζήσαμε μαζί με άλλους, θα το διηγηθούμε πολύ διαφορετικά από τους υπόλοιπους αυτόπτες μάρτυρες, άρα και πάλι για μύθους μιλάμε. Υπάρχει ισχυρότερος μύθος από τον μύθο του Εγώ; Τι θα πει Εγώ; Πόσα Εγώ μιλάνε όταν μιλάμε; Σκεφτείτε πώς μιλάει το ταπεινωμένο Εγώ, το ερωτευμένο Εγώ, ή το περήφανο Εγώ. Είναι σαν να έχουμε να κάνουμε με εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους που ζουν όλοι κάτω από το δέρμα μας.
«Όταν δεν μπορείς να κάνεις τα πάντα, ούτε να ονειρευτείς ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα, το μόνο που σου μένει είναι να αναζητήσεις το νόημα όσων έκανες» λέει μια φράση του βιβλίου. Έχετε βρει το νόημα των δικών σας πεπραγμένων;
Αυτή είναι μια φράση απολογισμού και ο απολογισμός ενέχει συχνά και πικρία. Νομίζω ότι βρισκόμαστε όλοι διαρκώς σε αναζήτηση νοήματος αλλά επειδή είναι τρομερά επώδυνη διαδικασία, άλλος γράφει βιβλία, άλλος τρέχει σε μαραθώνιο κι άλλος πίνει έως τελικής πτώσεως. Κάποιοι τα κάνουν και τα τρία μαζί!
Τι θυμάστε πιο έντονα από την παιδική σας ηλικία;
Μεγάλωσα σε αυτό το μαγικό μεταιχμιακό μέρος ανάμεσα στα Βριλήσσια και το Μαρούσι, κοντά στα Σχολεία του Δούκα. Λεγόταν τότε Παράδεισος Αμαρουσίου και έμοιαζε πολύ με παράδεισο. Η Κυπρίων Αγωνιστών ήταν χωματόδρομος και η γιαγιά μου με έπιανε από το χέρι για να πάμε να πάρουμε αυγά από τον αυγουλά ή γάλα από τις κατσίκες. Περνούσε ο παγωτατζής, κοπάδια με πρόβατα και απέναντι από το σπίτι ήταν το καφενείο του Πεπέ με σοκολάτες ΙΟΝ και γλειφιτζούρια κοκοράκι.
Πότε μπήκε στη ζωή σας το γράψιμο;
Εκείνη την εποχή περίπου. Όταν πήγαινα στον Πεπέ, στα πρώτα χρόνια του Δημοτικού μιλούσα στα δέντρα -υπήρχε μια αμυγδαλιά που πίστευα ότι με αναγνώριζε- και στα μυρμήγκια που μπαινόβγαιναν στις μυρμηγκοφωλιές τους. Αυτές ήταν οι πρώτες μου προφορικές ιστορίες που είχαν αποδέκτη μόνο τον εαυτό μου. Εκείνα τα χρόνια όλα τα παιδιά είναι ποιητές. Απλώς οι περισσότεροι το ξεχνούν μεγαλώνοντας.
Ποιό ήταν το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε; Υπήρξε κάποιος συγγραφέας τον οποίο ζηλεύατε και λέγατε «θέλω κι εγώ να γράψω έτσι»;
«Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου» της Άλκης Ζέη. Ήμουν σίγουρη πως ο Πέτρος υπήρχε και με παίδευε το ζήτημα του χρόνου: πώς ήταν δυνατόν να ζει επί Κατοχής και να ζει και τώρα που διαβάζω; Στη συνέχεια το «θέλω να γράψω κι εγώ έτσι» ήταν η κινητήριος δύναμή μου. Γράφουμε συνομιλώντας με τα κείμενα που μας έκαναν συγγραφείς. Ακόμη θέλω να γράψω σαν αυτές τις τρομερές γυναίκες που με ενέπνευσαν: τη Μαργαρίτα Καραπάνου, τη Τζην Ρυς, την Κλαρίσε Λισπέκτορ. Ονειρεύομαι τον μινιμαλισμό του Χέμινγουει, την αυστηρή φαντασία του Κάφκα και την ιλιγγιώδη του Μπόρχες.
Με το πρώτο σας μυθιστόρημα «Γιάντες» κερδίσατε το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω». Ήσασταν μόλις 30 ετών, σχεδόν «νηπιακή» ηλικία για συγγραφέα. Πώς διαχειριστήκατε αυτό το βραβείο;
Δύσκολα. Έφερε προβλήματα άλλης τάξεως, προβλήματα διαχείρισης που δεν θα έπρεπε να είναι προβλήματα μιας συγγραφέως που μόλις ξεκινά. Επίσης έκανε ορατό τον περίγυρο, την κριτική στο ξεκίνημα, τότε που οι συγγραφείς πρέπει να στραφούν προς τα μέσα και να εξερευνήσουν. Νομίζω ότι τα κατάφερα σχετικά καλά. Δηλαδή πειραματίστηκα, απέτυχα, σηκώθηκα και ξανάπεσα και ξανασηκώθηκα.
Έχετε βιώσει ποτέ το περίφημο «writer’s block»; Αν ναι, πως το αντιμετωπίσατε;
Συνεχώς. Το αντιμετωπίζω πάντα δραματικά, λέγοντας ότι δεν θα ξαναγράψω ποτέ -το Σαββοπουλικό «τραγούδια πια δεν βρίσκω»- αλλά έρχονται πάλι οι επίμονες ιδέες.
Λείψατε για κάποια χρόνια στο Βερολίνο από το οποίο επιστρέψατε την περίοδο που η κρίση στην Ελλάδα είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της. Ποιός ήταν ο λόγος της επιστροφής σας; Νιώσατε το αίσθημα της «νοσταλγίας» ή προέκυψαν άλλοι πρακτικοί λόγοι;
Να την πάλι η μυθοπλασία! Ό,τι κι αν σας πω θα είναι μια ιστορία, μια εξήγηση, που θα σχετίζεται με τη διάθεση στην οποία με βρίσκετε. Αν με πιάσετε σε μια στιγμή απαρίθμησης γεγονότων θα σας πω ότι έψαχνα για δουλειά, σε μια συζήτηση πιο προσωπική θα μιλήσω για νόστο. Είναι αυτό που λέω στους μαθητές μου στη δημιουργική γραφή: διάλεξε τη γλώσσα και θα έρθει το θέμα. Διάλεξε το θέμα και θα έρθει η γλώσσα.
Ποια πρέπει να είναι η στάση ζωής των πνευματικών ανθρώπων – διανοούμενων στην Ελλάδα της κρίσης και ποια πραγματικά είναι; Είναι όσο παρεμβατικοί επιβάλλει το έργο και η οξύτητα του πνεύματός τους;
Οδηγός μου είναι η στάση του Τζέιμς Τζόις, που σπάνια μιλούσε για τον πόλεμο και ποτέ δεν έγραφε γι αυτόν. Η μόνη παρέμβαση των συγγραφέων είναι η γλώσσα των έργων τους. Αν είναι επίμονοι, τυχεροί και πολύ εστιασμένοι στο κείμενο, η γλώσσα τους θα περιγράφει την εποχή τους πολύ καλύτερα από τις εφημερίδες.
Υπάρχουν λάθη τα οποία καταλογίζετε στον εαυτό σας; Γεγονότα στα οποία αν μπορούσε να γυρίσει ο χρόνος πίσω, θα αντιδρούσατε διαφορετικά;
Η ζωή είναι τα λάθη μας. Και το «Μπαρόκ» καταγράφει ουσιαστικά την περιπέτεια των τρομερών μας σφαλμάτων αλλά και στιγμών που η ζωή είναι όπως την ονειρευόμαστε.
Έχετε νιώσει ποτέ να σας «σφίγγει η ευτυχία το λαιμό σαν μαλακό κασκόλ»; Ποια στιγμή της ζωής σας ήταν;
Πολλές στιγμές. Η πιο καθαρή ανάμεσά τους ήταν η γέννηση της κόρης μου.
Μένετε στο Μαρούσι. Τι σας αρέσει πιο πολύ στο προάστιο σας; Τι θα μπορούσε να είναι καλύτερο;
Μου αρέσει το αόρατο νήμα που με συνδέει με το παρελθόν – τα φαντάσματα των δρόμων, το γεφυράκι που περνάει στα Βριλήσσια. Μερικές φορές μου έρχεται να ουρλιάξω στα αυτοκίνητα που περνάνε βολίδα μπροστά από το σχολείο της Κυπρίων Αγωνιστών. Σταθείτε λίγο… Θα μπορούσε να περνάει τον δρόμο το παιδί σας.