Ο καταξιωμένος ηθοποιός καταθέτει τις σκέψεις του για τον χώρο του θεάτρου, τις ανθρώπινες σχέσεις, την Ελλάδα της κρίσης και τον Ντόναλντ Τραμπ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΑΡΙΑ ΠΑΝΑΓΟΥ
Α ξιοπρέπεια, σοβαρότητα, ήθος, επιτυχία, διακριτικότητα… Αυτές είναι οι πρώτες λέξεις που σου έρχονται στο μυαλό όταν ακούς το όνομά του. Ο Νικήτας Τσακίρογλου είναι από τους ελάχιστους ηθοποιούς που δεν απασχόλησε ποτέ με την προσωπική του ζωή, τουναντίον, καταφέρνει πάντα να προσελκύει τα φώτα της δημοσιότητας κάθε φορά που ανεβαίνει στο σανίδι για να ερμηνεύσει κάποιον ρόλο. Χωρίς τυμπανοκρουσίες και περιττές δημοσιοσχεσίτικες εμφανίσεις, χωρίς να οφείλει την αξία και την αναγνωρισιμότητά του στα τηλεοπτικά σήριαλ, ο ηθοποιός, βρίσκεται στις καρδιές και στις προτιμήσεις μας για έναν λόγο και μόνο: Γιατί το αξίζει.
Απόφοιτος και πρωταγωνιστής του Εθνικού, βραβευμένος πολλάκις με διακρίσεις, ένθερμος υπηρέτης του αρχαίου δράματος αλλά και σύγχρονων σπουδαίων έργων. Είναι ένας μεγάλος ηθοποιός, πολύ χαμηλών τόνων. Φαίνεται αντιφατικό; Κι όμως το καταφέρνει. «Μα στο θέατρο τα πράγματα είναι αντιφατικά, αλλά και στη ζωή έτσι είναι. Ο θεός τα έκανε έτσι, έτσι πορευόμαστε κι εμείς», επισημαίνει φιλοσοφημένα ο ίδιος.
Στη σεζόν που μόλις έκλεισε, πρωταγωνίστησε στην παράσταση «Από τη σιωπή ως την άνοιξη» του Λεωνίδα Προυσαλίδη, μια από τις σπάνιες φορές που έπαιξε σε νεοελληνικό έργο.
«Δεν παίζω εύκολα νεοελληνικό έργο. Βρήκα όμως πολύ ενδιαφέρουσα τη γραφή του Προυσαλίδη. Αυτό το έργο ήταν επιλογή του Γιάννη Φέρτη, το κυνηγούσαμε και μάς κυνηγούσε τρία χρόνια: Ήταν να το κάνουμε στο θέατρο Τέχνης με τον Διαγόρα Χρονόπουλο. Τότε δεν έγινε, μετά αρρώστησε ο Χρονόπουλος και ξαναήρθε τώρα. Ρώτησε η παραγωγή του θεάτρου τον Γιάννη αν είχε κάποιο έργο που να τον ενδιαφέρει, τους είπε γι’ αυτό, το είδαν, τους άρεσε και μου τηλεφώνησε -αφού έτσι κι αλλιώς συζητούσαμε καιρό για τη συνεργασία. Με τον Φέρτη έχουμε ξαναπαίξει το 1971 στο έργο «Λουβ «μια παραφθορά του Λαβ (Love) με την Ξένια Καλογεροπούλου αλλά και στην «Ηλέκτρα» αργότερα, σε σκηνοθεσία του Ευαγγελάτου».
«Με κάθε έργο ζούμε μια νέα ζωή»
«Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που ωρίμασε πολύ νωρίς. Και επαγγελματικά. Νομίζω ήμουν ώριμος από τον καιρό που πήγα στη σχολή. Στο θέατρο έχω πολύπλευρο βίο. Στο χώρο αυτόν υπάρχουν συγκρούσεις αλλά με το χώρο του θεάτρου δένεσαι και δε γίνεται αλλιώς, δεν έχει νόημα να τον υπηρετείς διαφορετικά. Εμείς οι καλλιτέχνες είμαστε ελεύθερα πνεύματα γι αυτό και δε λιμνάζουμε. Με κάθε έργο είναι σα να ζούμε μια νέα ζωή. Τον κάθε ρόλο πρέπει να τον ντυθείς, να τον ενσαρκώσεις. Κι άλλες φορές είναι δύσκολο, άλλες φορές ευκολότερο. Και στο έργο που παίξαμε τώρα με τον Γιάννη Φέρτη και την Κατερίνα Λέχου είχαμε δυσκολίες. Έχει πολλές επαναλήψεις το κείμενο και μπερδευόμαστε να πάμε στην επόμενη επανάληψη. Αλλά αυτό είναι και το προσόν αυτού του έργου. Αντιγράφει τη ζωή. Γιατί στη ζωή συνήθως λέμε τα μισά. Δεν ολοκληρώνουμε τα πράγματα αλλά τα αφήνουμε να ολοκληρωθούν μέσα από τη σκέψη του άλλου. Και με αυτό τον τρόπο τού επιτρέπουμε να μάς απαντήσει, μέσα από αυτό τον τρόπο να συνεννοηθούμε. Όπως τώρα, για παράδειγμα. Σάς μιλάω και προσπαθείτε να καταλάβετε τι σας λέω, να ερμηνεύσετε. Και ανάλογα με αυτό που θα καταλάβετε θα συνεχίσουμε και ανάλογα με αυτό που θα καταλάβω εγώ μετά, θα προχωρήσουμε περαιτέρω».
«Δεν είμαστε στη δουλειά όλοι συνάδελφοι»
«Για μια καλή συνεργασία και ένα καλό αποτέλεσμα χρειάζεται χημεία μεταξύ των ηθοποιών, κυρίως, αλλά και όλων των συνεργατών σε μια δουλειά. Βέβαια η εμπειρία και η ωριμότητα, βοηθούν να είμαστε κυριολεκτικά συνάδελφοι. Γιατί λέμε ότι είμαστε συνάδελφοι σε πολλές δουλειές, αλλά για να το πετύχεις αυτό και να κυριολεκτείς, δεν είναι εύκολο. Με το Γιάννη Φέρτη που συνεργαστήκαμε αυτή τη χρονιά, κυριολεκτούμε. Γιατί είμαστε δυο άνθρωποι που κάνουμε παρέα, μετά μπορεί να χανόμαστε αλλά πάντα είμαστε καλά όταν ξαναβρισκόμαστε. Συνήθως οι ηθοποιοί κάνουμε παρέα με τους ανθρώπους που συνεργαζόμαστε κάθε φορά. Γιατί με αυτούς περνάμε ώρες μαζί. Πρόβες, παραστάσεις, μετά την παράσταση βγαίνουμε για φαγητό. Η κοινή εμπειρία, η κοινή αγωνία μάς ενώνει».
«Οι άνθρωποι έχουν χάσει το μέτρο»
«Η φιλία είναι υπόθεση και συναισθήματα παλαιοτέρων εποχών. Εγώ δεν πιστεύω ότι σήμερα μπορεί να υπάρχει φιλία. Υπάρχουν τόσα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει κάποιος, έχει να πληρώσει ΕΝΦΙΑ, να βρει χρήματα για να πληρώσει τις τεράστιες, πια, οικονομικές του υποχρεώσεις, να επιβιώσει. Αυτό επηρεάζει με φοβερό τρόπο την καθημερινότητά μας. Τα προβλήματα της εποχής δεν επιτρέπουν μεγάλα συναισθήματα. Σήμερα, για παράδειγμα, δε θα μπορούσε να υπάρξει Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Ζούμε σε έναν κόσμο, ο οποίος μέσα στα σοβαρά προβλήματά του, χάνει το μέτρο. Το βλέπω στο δρόμο, όπου ο καθένας τρελαίνεται μέσα στο αυτοκίνητο, που κορνάρει, που βιάζεται, που αν ήταν δυνατόν θα ήθελε να περάσει από πάνω σου. Αυτή η βία, την οποία φτιάξαμε εμείς και την ανεχτήκαμε για αρκετά χρόνια, δε μπορούμε ξαφνικά να πούμε ότι την αφήνουμε να πάει στο καλό. Γι’ αυτό, δεν υπάρχουν μεγάλα συναισθήματα, δεν υπάρχουν ήρωες, δεν ξέρω στην περίπτωση ενός πολέμου, αν θα μπορούσε να υπάρχει ένας Καραϊσκάκης ή ένας Κολοκοτρώνης».
«Στις σχέσεις πρέπει να υποχωρείς και να προχωρείς»
Όσον αφορά στην προσωπική του ζωή, ο αγαπημένος ηθοποιός κατάφερε και κάτι άλλο εξαιρετικά δύσκολο -ειδικά για τον χώρο των καλλιτεχνών. Παραμένει θαυμαστής, παντρεμένος και πιστός στη γυναίκα που διάλεξε πενήντα, περίπου, χρόνια πριν. Την εξαίρετη, επίσης, ηθοποιό Χρυσούλα Διαβάτη με την οποία έχουν μια κόρη και δύο εγγόνια.
«Μη με ρωτάτε πώς κρατάνε οι σχέσεις. Εγώ είμαι με τη Χρυσούλα πάρα πολλά χρόνια. Το ανθρώπινο είδος δεν έχει φόρμες, μη ψάχνετε να τις βρείτε, είναι λάθος. Στις σχέσεις πρέπει να υποχωρείς και να προχωρείς. Μόνο έτσι υπάρχει μέλλον. Αλλιώς τα τινάζεις όλα στον αέρα μένεις μόνος σου. Και μαγειρεύεις μόνος σου. Χα χα χα»!
WHO IS WHO
Γεννήθηκε το 1938 στην Αθήνα και σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο στην παράσταση “Τα Κόκκινα Φανάρια” το 1962 και καθιερώθηκε ως ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές του Εθνικού.
Στον κινηματογράφο η πρώτη του ταινία ήταν οι «Προστάτες» το 1973 και μετά ακολούθησαν και άλλες. Επίσης, πήρε μέρος σε πολλές τηλεοπτικές σειρές. Συμμετείχε στο ΚΘΒΕ, στο Θέατρο Τέχνης του Κουν, στο «Αμφιθέατρο» του Σπύρου Ευαγγελάτου και σε προσωπικούς θιάσους. Τιμήθηκε με το βραβείο “Κατίνα Παξινού” το 1973 και με το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου «Αιμίλιος Βεάκης» το 1997. Συμμετείχε με το Εθνικό Θέατρο στην Πνευματική Ολυμπιάδα της Μόσχας το 1980 και στη Σεούλ το 1988.
Έχει ασχοληθεί και με τη σκηνοθεσία θεατρικών έργων. Το 1997 ίδρυσε την Πολιτιστική Εταιρεία «Επιλογή», ενώ είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος από το 2004, ο τρίτος μόλις ηθοποιός που αποτελεί διευθυντή κρατικού θεάτρου, μετά τον Αλέξη Μινωτή και τον Νίκο Κούρκουλο. Αποτέλεσε τον 14ο καλλιτεχνικό διευθυντή του ΚΘΒΕ από την ίδρυσή του το 1961, ενώ είναι ο πρώτος που τοποθετήθηκε για δεύτερη συνεχή τριετή θητεία. Κατά την περίοδο διεύθυνσής του ήρθε αντιμέτωπος με τα χρόνια οικονομικά προβλήματα του ΚΘΒΕ, που χειροτέρεψαν λόγω και της οικονομικής κρίσης. Τελικά, ανακοίνωσε το Μάιο του 2009 την απόφασή του να παραιτηθεί. Είναι παντρεμένος εδώ και 46 χρόνια με την ηθοποιό Χρυσούλα Διαβάτη κι έχουν αποκτήσει μια κόρη και δύο εγγόνια.
«Η Ελλάδα έχει έναν καλό Θεό»
«Η κρίση με έχει επηρεάσει πολύ. Προσπαθώ όμως να μη με καταβάλλει, έχω ξέρετε και εγγόνια, είναι τεράστια πάλη, πρακτικά και εσωτερικά.
Έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν εχθρό, ο οποίος είναι αόρατος κι αυτό τον κάνει τρομερό κι επικίνδυνο.
Η Ελλάδα βέβαια έχει μέλλον γιατί η χώρα μας ποτέ δεν πεθαίνει. Ψυχορραγεί κατά καιρούς αλλά δεν πεθαίνει. Έχουμε έναν καλό θεό στην Ελλάδα.
Όσο για τον λαό μας, δε θέλω να του βάλω μια ταμπέλα. Οι άνθρωποι είναι και καλοί και κακοί, όπως σε κάθε χώρα».
«Και στους κλόουν πρέπει να δίνουμε ευκαιρίες»
«Η εκλογή του Τραμπ δε θέλω να με προβληματίσει. Θα ήθελα να του δώσουμε χρόνο. Πολλές φορές υπάρχει μια ψευδαίσθηση στα πράγματα όπως αυτά φαίνονται. Εμείς το ζούμε αυτό στη χώρα μας. Άλλα μάς είπαν , άλλα μάς έταξαν και άλλα έγιναν. Μάς έταξαν την ελπίδα αλλά… Και ξέρετε, οι ψεύτικες υποσχέσεις είναι εύκολες για κάποιον που προσδοκά να γίνει ηγέτης. Γι’ αυτό είμαι επιφυλακτικός. Γιατί το καλό και το κακό είναι πολύ κοντά. Δεν μπορώ να καταδικάσω εκ των προτέρων κάποιον. Μεταξύ του λόγου και της πράξης υπάρχει διαφορά. Κι εγώ που τα λέω αυτά, όταν θα δω ότι οι πράξεις του είναι κακές, θα είμαι ο πρώτος που θα τον καταδικάσω με όλα μου τα μέσα και τους τρόπους και θα τον φτύσω. Ακόμη και σε έναν κλόουν πρέπει να δίνουμε χρόνο για να διαπιστώσουμε αν θα γίνει δραματικός ή κωμικός».