Του έστελνε γράμματα τακτικά. Πότε πότε, η αλήθεια είναι πως λάβαινε μια τυπική απάντηση – ένα ευχαριστώ, καλές γιορτές – στους όγκους καυτών σελίδων, από τη λάβα που έχυναν τα χέρια της. Τα γνώριζε όλα. Τον γκρίζο γάμο του, το θαμπό παιδί του, είχε τον τρόπο να μαθαίνει χωρίς να τον ρωτάει.
Κρατούσε μια πολύ στενή απόσταση από τον ίδιο και απ’ τα γεγονότα. Κάποτε τόλμησε να του προτείνει να συναντηθούνε, αλλά δεν έλαβε -ως συνήθως- απάντηση. Θα ’ταν τουλάχιστον σαράντα χρόνια που είχε να τον δει – Αλήθεια, πως ξοδιάστηκαν τα πλούτη… Ένα ζωηρόμορφο σταχτόξανθο αγόρι με τον ήλιο στα μάτια, άξιο λόγου μίμησης αγάλματος ή έργου μέγα ζωγράφου. Θ’ ασπρίσαν τα μαλλιά του, θα βάρυναν οι ώμοι και τα μάτια του απ’ τον στενάχωρο βίο. Όμως τα γραμμένα ποιος μπόρεσε να διαβάσει; Τα γράμματα που λάβαινε, έκρυβαν τις λέξεις που δεν κατάφερε ποτέ να ταιριάξει.
ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΥΣΙΟΣ