Editorial – Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης – Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 21/01/2023
Από πού να την πιάσεις και πού να την αφήσεις αυτή τη χώρα. Τη χώρα που μια κηδεία έκπτωτου βασιλιά που προέρχεται από έκπτωτο Πολίτευμα είναι ικανή να εγείρει συζητήσεις και… αμφιβολίες για τις αποφάσεις που πήρε η συντριπτική πλειοψηφία του λαού κάποτε. Ναι, κάποτε το 70-30 σε ένα εκλογικό αποτέλεσμα, έστω και δημοψηφίσματος, ήταν συντριπτικό. Εδώ και χρόνια, όμως, με την Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία ως Πολίτευμα της χώρας, αυτό το 30% έχουμε φτάσει στο σημείο να εκλέγει κυβερνήσεις. Και μάλιστα εκπροσωπώντας ενδεχομένως λιγότερους πολίτες σε απόλυτους αριθμούς, σε σχέση με εκείνους που ψήφισαν υπέρ της διατήρησης της Βασιλείας στην Ελλάδα.
Τι μας λέει αυτό; Αφενός ότι δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η ξαφνική εξωτερίκευση των πολιτικών φρονημάτων τόσων πολλών ανθρώπων που έσπευσαν να συμμετάσχουν στη διαδικασία της κηδείας του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου. Πολλοί ηλικιωμένοι, αλλά και αρκετοί νέοι, προφανώς από περιβάλλοντα που ψήφισαν υπέρ του βασιλιά.
Αφετέρου, ότι θα πρέπει να προβληματιστούμε για το εκλογικό σύστημα του δημοκρατικού μας Πολιτεύματος και κατά πόσο αυτό αντικατοπτρίζει πλήρως τη λαϊκή βούληση στην κάλπη.
Και εξηγούμαστε: Πλην των σκληροπυρηνικών και αμετανόητων λεγόμενων «χουντοβασιλικών» που στελέχωσαν ακραία κόμματα της Δεξιάς και αντιπροσώπευαν τόσο χαμηλά ποσοστά ώστε ούτε καν ως ιδέα υπήρχε το ενδεχόμενο εισόδου τους στη Βουλή κατά την πρώτη 40ετία της Μεταπολίτευσης, η συντριπτική πλειοψηφία των «βασιλικών» δεν δημιούργησε ποτέ πρόβλημα με την ύπαρξή της. Αντιθέτως, σε εποχές που η πολιτική συνείδηση ήταν αναπτυγμένη σε ευρύτατο μέρος του πληθυσμού, αποδέχθηκαν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και απορροφήθηκαν από τα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου» που τους εξέφραζαν περισσότερο.
Στην εποχή μας, όμως, όπου η «απολιτίκ» στάση έχει εξαπλωθεί σε εξίσου μεγάλο βαθμό, βλέπουμε να διεξάγονται δημοκρατικές εκλογές με τεράστια ποσοστά αποχής, τόσο στις βουλευτικές, όσο και στις ευρωεκλογές, αλλά και τις αυτοδιοικητικές. Με αποτέλεσμα πραγματικά να κυβερνά τη χώρα το εκάστοτε κόμμα που στην πραγματικότητα εμπιστεύτηκε η μειοψηφία του ελληνικού λαού σε απόλυτους αριθμούς.
Κι όχι μόνο αυτό… Με αυτή τη μειοψηφία ως «πλάτη», όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο διαπιστώνεται μια τάση «αυταρχισμού» από τα κυβερνώντα κόμματα και μάλιστα χρησιμοποιώντας τα όπλα που το ίδιο το ισχύον Πολίτευμα τους δίνει: Πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, τροπολογίες και λοιπές κοινοβουλευτικές δυνατότητες που δίνουν τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις να πράττουν κατά το δοκούν και ενίοτε ακόμη και κόντρα στη βούληση δικών τους ψηφοφόρων.
Και το «κερασάκι στην τούρτα»; Η στάση των ταγών της Δικαιοσύνης, του τελευταίου καταφύγιου του λαού, της ισονομίας, των δικαιωμάτων, της διαφάνειας. Που με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τις υποκλοπές, πραγματικά σκορπίζουν προβληματισμό και ανησυχία στον λαό.
Μέσα σε αυτό το δυσλειτουργικό περιβάλλον, ας μη μας προξενεί απορία η έκφραση «βασιλικού» φρονήματος από μια μερίδα του πληθυσμού. Η κηδεία έγινε, το Πολιτειακό ζήτημα έχει επιλυθεί με ξεκάθαρο και απόλυτο τρόπο, οι άνθρωποι αυτοί θα πάνε σπίτια τους όπως όλες αυτές τις δεκαετίες παρέα με τα «πιστεύω» τους και τις αναμνήσεις τους, ακόμη και τις καταπιεσμένες προσδοκίες ή ευχές τους. Και η ζωή συνεχίζεται.
Το πραγματικό ζήτημα -και είναι εξαιρετικά ουσιώδες για το μέλλον της χώρας και της κοινωνίας μας- είναι τι κάνουμε όλοι εμείς για να σώσουμε την πολλάκις τρωθείσα αξιοπιστία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, που προέκυψε από αγώνες και θυσίες δεκαετιών. Πάμε για… παραλία την ώρα της κάλπης και μετά απλώς… γκρινιάζουμε και μεμψιμοιρούμε;