Editorial – Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης – Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 28/01/2023
Η κατά τ’ άλλα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Κωστή Χατζηδάκη που φιλοξενούμε στο φύλλο που κρατάτε στα χέρια σας, πραγματοποιήθηκε πριν την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε στη Βουλή ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας, έχοντας πριν αποκαλύψει/επιβεβαιώσει τα ονόματα που περιείχε ο φάκελος με τον οποίο έφυγε από την ΑΔΑΕ, τα οποία και παρακολουθούνταν από την ΕΥΠ.
Όταν πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη, η εμπλοκή του ονόματος του υπουργού, κατά την εποχή που είχε το χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, αποτελούσε «αποχρώσα ένδειξη» και ως εκ τούτου και ο ίδιος απέφυγε να απαντήσει κάτι παραπάνω πέραν από μια αιχμή περί «ρητόρων». Δυστυχώς, η έλλειψη χρόνου και η χρονική πίεση της έκδοσης δεν μας επέτρεψαν να ζητήσουμε εκ νέου την άποψη του Κ. Χατζηδάκη για το εξόχως σοβαρό αυτό θέμα, εφόσον έλαβε την πλέον επίσημη μορφή του μέσα από το βήμα της Βουλής.
Η αλήθεια είναι ότι οι αποκαλύψεις των προσώπων που παρακολουθούσε η ΕΥΠ, εφόσον αυτές επιβεβαιώνονται, δημιουργούν και τα εύλογα ερωτήματα που έθεσε και ο Αλ. Τσίπρας: Για ποιους λόγους εθνικής ασφάλειας κρίθηκε ότι ένας υπουργός Περιβάλλοντος κι Ενέργειας, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ κι εκείνος του Στρατού Ξηράς και άλλοι κρίσιμοι για την ασφάλεια και τα εξοπλιστικά της χώρας παράγοντες έπρεπε να παρακολουθούνται;
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σχολιάζοντας όλα τα παραπάνω έκανε λόγο για «νέφος τοξικότητας» και χαρακτήρισε «καλοδεχούμενη» την πρόταση δυσπιστίας, θέτοντας ευθέως θέμα σύγκρισης των πεπραγμένων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τη δική του και δηλώνοντας βέβαιος για τη συνοχή της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματός του κατά τη σχετική ψήφιση το βράδυ της Παρασκευής 27 Ιανουαρίου. Παράλληλα, η κυβέρνηση μιλάει για «σχοινί στο σπίτι του κρεμασμένου», επικαλούμενη την υπόθεση Novartis επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι, πλέον, πασιφανές ότι οδηγούμαστε σε μια πολύ σκληρή προεκλογική περίοδο, κατά την οποία τα κόμματα θα ρίξουν όλα τα βαριά τους όπλα στη μάχη της κάλπης. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν έχουν δημιουργηθεί εύλογες απορίες για τον τρόπο που λειτουργεί το «βαθύ» κράτος.
Διότι, όπως έχουμε ξαναγράψει εδώ προ μηνών, δεν νοείται σοβαρό κράτος δίχως σοβαρή Υπηρεσία Πληροφοριών, η οποία έχει και τους δικούς της «νόμους», ακόμη εκτός του «νομότυπου κάδρου» που όλοι θεωρούμε ότι πρέπει να λειτουργούν. Ωστόσο, πλέον, έχουν δημοσιοποιηθεί ονόματα με τον πλέον επίσημο τρόπο, επομένως υπάρχουν δύο εκδοχές στην εξέλιξη του θέματος: Ή θα πρέπει να δικαιολογηθεί ο λόγος εθνικής ασφάλειας για τον οποίο τα πρόσωπα αυτά παρακολουθούνταν, ή αυτό δεν θα συμβεί και οι άνθρωποι που εμπλέκονται θα κληθούν να συνεχίσουν την πορεία τους έχοντας από πάνω τους την «Δαμόκλειο σπάθη» της αμφιβολίας.
Όπως, επίσης, παραμένει το ερώτημα αν ήξερε ή όχι ο πρωθυπουργός, στα χέρια του οποίου είχε περάσει ευθέως η ΕΥΠ αμέσως μόλις ανέλαβε. Διότι αν ήξερε είναι ένα πράγμα. Κι αν δεν ήξερε ένα άλλο.
Και στη μέση οι πολίτες, οι οποίοι πριν κληθούν να ρίξουν την ψήφο τους σε λίγους μήνες, θα πρέπει να γνωρίζουν τι ακριβώς συνέβη και ποιοι ευθύνονται για μια υπόθεση που, αν μη τι άλλο, καταφέρνει σοβαρό πλήγμα στην εν γένει λειτουργία του κράτους μας.